Κυριακή

ACAB*


«Αναρχικοί επιτέθηκαν σε αστυνομικούς το Σάββατο βράδυ, στα πλαίσια γιορτής που διοργάνωναν.»

-Για ποιά αναρχία μιλάτε;
Για ποιά δικαιοσύνη φωνάζετε;
Για ποιά δημοκρατία τέλος πάντων;;


Λοιπόν, το Σάββατο βράδυ, είχαμε μαζευτεί για να χορέψουμε. Να χορέψουμε στο δρόμο, να γίνουμε έεενα με το δρόμο. Ο ρυθμός κυλούσε στο αίμα μας. Οδηγός μας ήταν ο ρυθμός. Ήμασταν όλοι ένα με το ρυθμό. Ήταν ωραία, μέχρι που κάποια παιδιά από μας, άρχισαν να χορεύουν προκλητικά, «προκαλώντας» έτσι, τους αστυνομικούς. Κι αυτοί, οι δήθεν προπάτορες  της δημοκρατίας, άρπαξαν την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά  κι άρχισαν να χτυπάνε τους φίλους μας. Ο ένας εκ των δύο, έφτυνε αίμα απ’ το ξύλο. Κάποιοι, κατέγραψαν στην κάμερα έναν απ’ τους μπάτσους να λέει ότι κάποια μέρα αυτόν τον αλήτη θα τον σκοτώσει(ή κάτι έτσι τέλος πάντων). Μας απείλησαν ότι θα μας έριχναν δακρυγόνα. Πολλοί από μας έκλαιγαν, άλλοι φώναζαν και κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν να υπερασπιστούν τους ανυπεράσπιστους. 
~Σκατά. Στο τέλος πήραν τα δυο παιδιά στο τμήμα.
Όταν πήγα προσωπικά να ρωτήσω έναν αστυνομικό πότε θα τους αφήσουν επιτέλους ήσυχους, μου είπε πως δεν ξέρει. Αργότερα, τον ρώτησα πως θα αντιδρούσε αν ο γιος του ήταν στη θέση αυτών των παιδιών. Μου απάντησε με άθλιο, εγωκεντρικό τρόπο, ότι δεν θα επέτρεπε ποτέ στο γιο του ούτε καν να συναναστραφεί με τέτοια άτομα, εννοώντας βέβαια εμάς. Θα του έκοβε, λέει, τ’ αυτιά (εδώ εμφανίζεται εκείνη η γλυκιά δημοκρατία και ελεύθερη βούληση).

Ποιος θα του εξηγήσει άραγε ότι τα παιδιά δεν είναι κτήμα κανενός; Ποιός θα του πει ότι η ανάγκη για πνευματική και σωματική ένωση των ζωντανών υπάρξεων, δεν είναι αλητεία;

Του είπα πολύ απλά ότι έχω κουραστεί να μας κρίνουν, πριν μας γνωρίσουν. Συνέχισε να μου απαντά υποτιμητικά. Πώς να ανεχτώ  μια τέτοια συμπεριφορά; Τον έβρισα κι έφυγα. Δεν υπήρξε καμία συνεννόηση.

Και σκέψου μονάχα, ότι η επόμενη μέρα ξημέρωνε Χριστούγεννα. Τα δικά σας Χριστούγεννα, σας επιτρέπουν να χτυπάτε ανήμπορους και άοπλους μαθητές; Οι δικές σας γιορτές χαράς, σας επιτρέπουν να διαλύετε ό,τι πιο πολύτιμο γεννιέται στον κόσμο: την ένωση με τους συνανθρώπους μας;  Ακόμη κι εγώ, που δεν είμαι ας το πούμε θρήσκα, μίλησα σαν παπαδιά. Μην ενοχλήστε, συνεχίστε παρακαλώ να ζείτε την γεμάτη ψεύτικη ευτυχία ζωή σας, μες τα στολίδια, τις βιτρίνες και τα δώρα σας, κι άστε μας εμάς να ζήσουμε ελεύθεροι στο δρόμο μας. Και να θυμάστε, όσο περισσότερο αμαυρώνετε τους δρόμους που περπάτησα, χόρεψα, φώναξα, τραγούδησα, ερωτεύτηκα, έκλαψα, αγάπησα, ονειρεύτηκα, άλλο τόσο εγώ θα γίνομαι ένα μαζί τους. Γιατί έμαθα ότι η ζωή βρίσκεται στους δρόμους και μες στα όνειρα των λουλουδιών, γι αυτό μην την ψάχνεις άλλο στο τσιμέντο.
Μμ, έμαθα πολλά τελικά. Έμαθα ότι ο σεβασμός κερδίζεται, ότι η αλήθεια τυλίγεται μες σε ωραίο περιτύλιγμα, ότι η ζωή μας ανήκει..Αα και ότι άλλο μπάτσος και άλλο αστυνομικός.
Επίσης, όσο κι αν σας πονά, αύριο θα είμαστε και πάλι έξω, να γιορτάζουμε, να μεθάμε, να μαστουρώνουμε, να τραγουδάμε, να αγαπάμε.


  
Χμ, και με όλα αυτά, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι
*All Colors Are Beautiful :’)
 

Σιγά-σιγά αρχίσαμε να βρίσκουμε ξανά το κέφι μας μέσα απ’ τα τραγούδια μας. «Could you be looooooved..and be loooved?» πουρουπουπουμ, πουρουπουρουμ.. Καλωσόρισα τον χαμένο μου ρυθμό. Καλωσόρισα τα πανέμορφα χρώματα..

Λίγο αργότερα, ακολούθησε πονοκέφαλος και ελαφρά ζαλάδα. Έπειτα, το μυαλό μου νανουρίστηκε γλυκά με τις αγανακτισμένες φωνές του άρματος “Fuck the system. Fuck them aaaall.”



Σάββατο

Ροδακινί πάθος

..
Κάπως έτσι γεννήθηκε το πάθος.
Κάπως έτσι μαρμάρωσα τις πληγές.
Βρήκα συμπαράσταση στα ρόδα της αμαρτίας. 
Ναι, είχαν περισσέψει κάποια.
-
Πάθος. Η ικανότητα του να νιώθεις με όλη σου την ψυχή.
Το πάθος και η οργή γεννήθηκαν μαζί. Συμπληρώνουν το 'να τ' άλλο.
Οργή. Όταν τα μάτια σου βγάζουν σπίθες και τ' αφτιά σου αφρίζουν.
Την οργή να την ακούς πότε-πότε. Ίσως να οφελεί.
Πάθος, οργή και πόθος.
Πάθος και πόθος.
Πόθος. Ποθώ. Θέλω κάτι αποκλειστηκά για μένα.*
Πάθος για Ειρήνη. Ελευθερία.
-
[Μπρρ. Ίσως φταίει η σύνταξη, αλλά εμένα, οι λέξεις κάποιες φορές με μπερδεύουν.]
-
Έτσι, αποφάσισα να μη μιλώ.
Περικυκλώνω μονάχα το πάθος με ρόδα από αμαρτίες. Και δε μου φεύγει ποτέ.
Το κάνω δικό μου.
*Με το "για μένα", εννοώ "για μας". Γιατί εγώ είμαι εγώ, κι ο καθένας ξεχωριστά. Εγώ είμαι ο κόσμος. Όχι, δεν είμαι ούτε ψώνιο, ούτε εγωκεντρική. Εσύ είσαι εγώ, κι εγώ είμαι εσύ. Απλά!

Πέμπτη

βιτρίνα και θρύψαλα

Κάθε μέρα:
Ώρα για δουλειά
ξέχνα μεμιάς τα ψεσινά.
Σα μαριονέτα πας για δουλειά
απ' το πρωί, απ' τις επτά.

Στο γραφείο:
Μιζέρια, Εξαθλίωση,
Υποκρισία, Καταπίεση.
Η ψυχή σου ζητά την αταξία,
μα εσύ σαν κούκλα σε βιτρίνα
υποτάσσεσαι σε αιώνια ησυχία.

Τέλος, συμπλήρωσες οχτάωρο.
Το στομάχι το πονάς
κι η γραβάτα σε σφίγγει
Πας σ' ένα σπίτι
που νομίζεις πως γνωρίζεις.
Μια γυναίκα σε φιλά
και σου βάζει να φας.
Τρως για μεσημέρι
και μια θλίψη σε δέρνει.
Να τελειώσεις θες τους ισολογισμούς
τ' αφεντικό να μην ακούς
να σε προσβάλλει, να σε βρίζει
λες κι εισ' ένα σκουπίδι.

Ξεχνάς τη δουλειά
γιατί το μωρό σου κλαίει,
μια ώρα δικιά σου
κάνει να κλέψει
Μα του φωνάζεις με οργή
"καν' υπομονή,
αύριο θα παίξουμε μαζί"

Νιώθεις ζαλισμένος,
απ' τις αόρατες φωνές 
των πάντων
είσαι καταδικασμένος.

Παρανοείς και κοιμάσαι
αύριο και πάλι καλά θα 'σαι.
Τη ζωή σου βάζεις σε βιτρίνα,
την ψυχή σε καραντίνα.

Ξυπνάς το βράδυ ιδρωμένος,
απελπισμένος, φοβισμένος..
Όνειρο είδες ζωντανό,
πως είχες πεθάνει μοναχός.
Ανακουφίζεσαι όταν βλέπεις
πως ήταν εφιάλτης στεγνός.
Μοιραία πέφτεις ξανά,
ευχόμενος να ονειρευτείς γλυκά
προαγωγή πως πήρες
και πολλά λεφτά.

Ευτυχισμένος νομίζεις πως είσαι
μα..ξύπνα επιτέλους ρε!
Το μωρό σου κλαίει
κι η γυναίκα δε σε θέλει.

Κι η ζωή σου εξακολουθεί
αβίαστα να κυλά
σαν ταινία παλιά
σαν πράξη φτηνή
σαν εχθρός
σαν εχθρός που σε καίει..

Φτάσαμε στο στάδιο το τελευταίο:
Χαμός_

Τώρα πια, 
δεν κοιμάσαι τα βράδια,
στο γραφείο τα σπας κομμάτια.
Μάτια σαν διαμάντια
έχεις στο κεφάλι
Βλέπω το ένα βλέφαρο
π' αστράφτει.

Την απόφαση την πήρες:
τη λογική υποβίβασες
και την ψυχή σου λύτρωσες
Την καρδιά σου κράτησες
και τη ζωή σου πίσω ζήτησες.
Κανείς δε στην έδωσε
μα δεν τη διεκδίκησες!

Οι άλλοι
σε περνάνε για τρελό
"ένας αποτυχημένος εφοριακός"
σ' απομονώνουν διαρκώς,
δε σε θέλουν πια λοιπόν..

Τώρα ολομόναχος γυρνάς,
παραμιλάς μες στα στενά.
Λίγη αγάπη αναζητάς
μα ίσως να 'ν' αργά.

Με τον ξοφλημένο σου εαυτό
τα βάζεις
που 'μεινες χρόνια να θαυμάζεις
το "εγώ" σου μες σε μια βιτρίνα,
που γυάλιζες σαν να 'ταν
περιουσία.

Και τελικά,
πεθαίνεις ξάφνου'
Παρέα έχεις μόνο
το χαοτισμό.
Εκείνον τ' ουρανού.

Καληνύχτα φίλε παλιέ,
γνώριμε,
αγαπητέ..

Αυτό που δεν πρόφτασες να μάθεις.
είναι πως ποτέ δεν είν' αργά
να ψάξεις γι' αγάπη
και ζωή.
Ίσως κρύβεις λίγο απ' τα δύο
βαθιά μέσα σου κι εσύ..


Τρίτη

το πάντρεμα

Μίλησα με τα σύννεφα
και μου 'παν ότι
την προσέχουν την καρδιά μου.
να μην ανησυχώ πια.
Την ξέχασα εκεί
σε μια προηγούμενή μου
περιπλάνηση.

~τα σύννεφα μου το είπανε, καρδιά μου.
τα σύννεφα.

Τραγούδησα χθες με τα κύμματα.
Άκουσα την ψυχή μου
να ξερνιέται πέρα-δώθε
χτυπώντας με μανία πάνω
στα αιώνια ακινητοποιημένα βράχια.
Την άφησα εκεί
σε μια απ' τις περιπλανήσεις μου.

~μου το τραγούδησαν τα κύμματα, ψυχή μου.
τα κύμματα.

Μίλησα κάποτε και με τον ήλιο.
Ρώτησα αν κρατάει αυτός
το παραμελημένο μου μυαλό
μα μου 'πε πως δεν το 'χει.
Χάθηκε λέει, 
μες στα όνειρα των δέντρων.

έτσι, λοιπόν.

Η καρδιά μου ξεχασμένη-
κρατά παρέα τ' ουρανού

Η ψυχή μου αφημένη-
φθείρεται σ' ακινητοποιημένα βράχια
Το μυαλό μου- 
στάχτη στη φύση.

κι εγώ, εδώ. 
μια ζωή να παραμένω
εδώ_



Κυριακή

Σαν Βροχή .η εξάρτηση.


Το νερό ήταν άπιαστο.
Σαν νότα.
Σαν ελευθερία.
Σαν όνειρο.

Το νερό είναι άπιαστο και κυλάει.

Έτσι ήταν 
και το κορίτσι που γνώρισα
στο  βασιλικό κήπο.
Τον κήπο εκείνο της Ζωής!
-Άπιαστο.
Σαν νερό που κυλάει..

Ο ήχος τ' αηδονιού 
ήταν αξεπέραστος.
Κι ο ήχος της αστραπής,
ξέσκιζε τις καρδιές μας.
Σαν άρνηση.

Εκεί στην αυλή.
Στη βασιλική αυλή της Ζωής
το νερό κυλούσε σιωπηλά.
Κυλούσε, σαν ανάμνηση..

Ανάμνηση όνειρο.
Όνειρο μουσική.
Και πάλι απ' την αρχή.

 Στην άκρη του δειλινού, με μια δροσοσταλίδα απ' το πρωί


Τετάρτη

.Φεγγαρίσκος

κι ήρθε το φεγγάρι
γιομάτο με σιωπές
να ξεκουφάνει
τα άγαρμπα ξωτικά
δίνοντας ζωή 
στις δειλές επιθυμίες τους

.κι η πούλια λάμπει γρυλίζοντας.
για μια χαμένη πατρίδα.
για ένα θαμμένο μυστικό.
για έναν άγνωστο Θεό.
..και για μια γάτα
που κάηκε παρθένα

και τράβαγα φωτογραφίες στο χωράφι, 
για να θυμόμαστε τη μέρα
που η φωτιά έκαψε
τα μυαλά μας

Τρίτη

βιολετί.

Τα νύχια μου ήταν πράσινα
και τσιμπούσαν.
Σαν πεύκα.

Η αγκαλιά σου πάλι,
ήταν ακόμη ζεστή.
Σαν καλοκαιρινή αμμουδιά.

Μου πες:

"Γέλα. Και με το γέλιο σου,
ας ανασταίνονται τα ζωντανά.
Γέλα, για να μην πικραίνονται αυτά,
που ακόμη δεν έχουν γεννηθεί.."

Και τότε,
τα νύχια μου έγιναν μωβ.
Σου χάιδευαν τα μαλλιά,
σαν να 'ταν βελουδένια κυκλάμυνα..

Κι  αποκοιμήθηκες
και τα όνειρά σου
δε σου επέτρεψαν ποτέ
να 'ρθεις ξανά κοντά

Σκέφτηκα να κάψω μια για πάντα
τα όνειρα που σ' απομάκρυναν,
μα δεν είχα αυτό το δικαίωμα.
Έτσι, έστρεψα το βλέμμα αλλού
κι άρχισα να καίω
ό,τι πραγματικά μ' έκαιγε.



*έχω μέρες να γελάσω από τότε

Τρίτη

Ξεχαρβαλωμένες ευχές

Κείνο το απόγευμα έκανα μια βόλτα απ' το ξεχασμένο πηγάδι των ευχών.
Εν' αγόρι καθόταν λυπημένο.
Αμέσως κατάλαβα -ή έτσι νόμιζα- και του 'δωσα ένα κέρμα.
Το ρίχνει μέσα με χαρά.
Κλείνει τα μάτια.
Μάλλον ονειρεύεται συνειδητά.
Δακρύζει.

Βράδιαζε και το σκοτάδι απλωνόταν διάχυτο
γύρω απ' το πηγάδι των ευχών.
Ένας περαστικός ρωτάει τ' αγόρι
αν έχει κάπου να μείνει το βράδυ κι αυτό χώνεται στην αγκαλιά του.
Χάνεται κάπου εκεί μέσα. Ξαναδακρύζει. Πιο πολύ αυτή τη φορά!
"Είναι ψέμα κύριε. Πάλι μου 'παν ψέματα. Δε δουλεύει"
είπε μέσα απ' τους λυγμούς του τ' αγοράκι.
Ο ξένος κοιτάζει το παιδί με απορία
διότι τώρα κυνηγά μια πεταλούδα.
Μια παράξενη πεταλούδα, που βλέπει μόνο στα όνειρα!
"Ζήτησα να τη δω. Μόνο για λίγο. Θέλω να δει για τελευταία φορά το ηλιοβασίλεμα, και μετά ας ξαναφύγει.."
-
"Κόκκινος ο ουρανός. Κι η καρδιά μου κόκκινη, κύριε" συμπληρώνει το παιδί.

Κοίταγα κλαίγοντας εκείνη τη μαγική στιγμή.
Το αγόρι με είδε και με πλησίασε.
"Ξέρεις που πάνε οι ψυχές όταν πεθαίνουν.;"
[δεν απαντώ. μονάχα τον κοιτώ στα μάτια]
"Δε γνωρίζω σίγουρα, όμως νομίζω πως αυτή ζει εκεί πάνω, κι ας μην έφυγε ποτέ στ' αλήθεια.
.Θες να πάμε να δούμε μαζί το ηλιοβασίλεμα;"
***
"Να το! Κόκκινος ο ουρανός. Κι οι καρδιές μας κόκκινες.
Σαν πασχαλινές λαμπάδες.
Ξέρεις πού πάνε οι ψυχές όταν πεθαίνουν; Αυτηνής νομίζω ζει εδώ!"
.μου 'δειχνε με το 'να χέρι την καρδιά του και με τ' άλλο το ηλιοβασίλεμα.
Τα δάκρυά μου έγιναν λυγμοί. Δεν άντεξα.
"Μη λυπάσαι. Κλάψε. Αλλά σε παρακαλώ. Μη λυπάσαι!."

Όλο το βράδυ θυμάμαι,
μου μιλούσε για κάτι τρελό.
Για κάτι παλαβό.
Για την αγάπη.
Για τα ταξίδια με αερόστατο.
Για τα μπισκότα σοκολάτας
Και για την ανία της ζωής χωρίς τον κόκκινο ουρανό

Όλο το βράδυ, δεν είχα βγάλει μιλιά. Μόνο δάκρυα έχυσα.
Ούτε που κατάλαβα πως βρεθήκαμε βυθισμένοι
στο πηγάδι των ευχών μ' οδηγό τον ουρανό.
Ούτε που κατάλαβα πως το αγόρι έγινε άντρας
κι έπειτα ποτήρι με ποτό..

*Το μόνο που κατάλαβα είν' ότι στ' αλήθεια έκλαψα εκείνο το βράδυ, διότι ξύπνησα με βρεγμένα μάγουλα.




 ~κι αν θυμάμαι καλά, η αιτία όλου αυτού,
ήταν κάποια που την ελέγανε Ζωή
και που την ενόμισαν νεκρή

Τετάρτη

Μαμά, φεύγω

Μανούλα, υποτάχτηκα ξανά.
Δεν έχω μιλιά.
Μου την πήραν μαμά.
Για πέμπτη φορά.

Φοβάμαι μαμά.
Φοβάμαι πως μια μέρα θα ξυπνήσω
κι ο ήλιος δε θα 'ναι πια κίτρινος
και τα πουλιά δε θα κηλαηδούν.

Φοβάμαι μαμά.
Τρέμω στην ιδέα πως ένα βράδυ θα ξυπνήσω
από ήχους διεστραμμένους
και όλα τα λόγια που 'χω γράψει σε χαρτί,
θα 'χουν χαθεί..

Πίνω αίμα μαμά.
Πίνω το αίμα απ' τις πληγές που μ' άνοιξες
όταν μου 'πες πρώτη φορά "μεγάλωσες.."
Δεν ήθελα μαμά. Άσε με γιατί φοβάμαι.

Φοβάμαι πως το τρένο για την ευτυχία μου
θα περάσει
,και δε με βρει εκεί!

Φοβάμαι μανούλα.
Φοβήθηκα όταν άνοιξα τα μάτια για πρώτη φορά.
Έκλαψα.Σε ζήτησα.
Τώρα, κάθε φορά που κλείνω τα μάτια,
προσεύχομαι να ειν' η τελευταία
.
Τώρα κλαίω άμα δε βλέπω τ'απογεύματα
πουλιά στα δέντρα να φιλιούνται.

Φεύγω, μαμά.
Ίσως έτσι να 'ναι καλύτερα.
Ίσως άμα είσαι κάπου μακριά
να μη φοβάμαι.

Φεύγω μανούλα.
Το τρένο ίσως άργησε να 'ρθεί,
ίσως με περιμένε.
Αυτό είναι κάτι
που πρέπει να το ανακαλύψω μόνη μαμά.
Συγγνώμη.

Αντίο, όμορφη κυρά!!



*Με βλέπεις απ' το τζάμι να φεύγω και δακρύζεις. 
"Βρέχει, θα κρυώσεις, σ' αγαπώ" 
Ούτε κι εγώ ήθελα να γίνει έτσι. 

Αλλά είναι σαν την ανάγκη για πρέζα η ελευθερία μαμά. 
Σαν την ανάγκη γι' άγνωστη αγκαλιά..



Σάββατο

-απ' τα μάτια τ' ουρανού*

Απογοήτευση. Βλέπεις τις μέρες σου θολές και αρνήσαι να ψάξεις το φως που (ανα)γεννάται απ' τα σπλάχνα της μιζέριας.  Τίποτα πια δεν έχει νόημα για σένα. Κανένας δε σε συγκινεί. Λες πως οι τοίχοι χτίστηκαν γερά, πως δε σπάνε.. Λες πως δε σε χωράνε πια οι χαραμάδες και πως οι χαραυγές σε σιχαίνονται. Μελαγχολείς..

Ετότε -ξαφνικά- σου 'ρχετε στο μυαλό ένα τραγούδι που λέει "όπου κι αν πας να θυμάσαι, όσο υπάρχει ουρανός να πετάς.." Κι απ' τις λίγες ιστορίες που 'χεις ακούσει, ξέρεις ότι όπου κι αν κοιτάξεις θα τον βρεις τον ουρανό. Στο νερό, στο κρασί, στα καθαρά παπούτσια και κυρίως στα ξάστερα μάτια!

Έναν ουρανό χρειαζόσουν, μάτια μου. Έναν ουρανό να σ' ανυψώσει. Να σε πάει μακρυά, πολύ μακρυά από τούτη τη γη, στα σπίτια της οποίας δύσκολα βρίσκει πια κανείς μάτια ξάστερα, σαν τα δικά σου.

Που να γυρίζεις.. διερωτάται με αξιοθαύμαστη (αν)ειλικρίνεια ο κόσμος. Οι τελευταίοι που σε είδαν, είπαν ότι χόρευες παρέα με χιλιάδες Χαραυγές

Κι αν έχεις σκεφτεί καθόλου να γυρίσεις, σου φωνάζω μη! Μη γυρίσεις. Το νερό, το κρασί, τα παπούτσια, τα μάτια..ακόμα δείχνουν ουρανό!



















_Κι ο ουρανός είναι το τελευταίο αναγεννημένο φως.
 Η μόνη πατρίδα καθενός.


Δευτέρα

μεθυσμένοι απ' τα παραμύθια

Πού χάθηκ' η ουσία που κρυβόταν στα λιγοστά εκείνα δάκρυα;
Πού χάθηκ' η άνοιξη; Δε μυρίζω πια ποτό. Δε φτάνει που 'φυγες εσύ, ήταν ανάγκη να πάρεις μαζί σου το κρασί το μαγικό, που μετατρέπει τα δάκρυα σε γέλια; Αφού σου 'πα, το χρειάζομαι. Τα βλέφαρά μου ασήκωτα και τα μαλλιά βαριά απ'τη βροχή.
Και ξάφνου, σε κάτι τέτοιες στιγμές είναι που γυρίζει ο κόσμος ανάποδα. Ξάφνου' τα δάκρυα γίνονται τετράδια και τα τετράδια παραμύθια που διαβάζουν οι γιαγιάδες καθώς λάμπει ο Αποσπερίτης.

Απόψε όμως, απόψε μόνο, τ' αστέρια λείπουν. Τα παρέσυραν εύθραυστες μελωδίες. Το μόνο που μένει όταν ο ήχος ξεθωριάζει, είναι τα φώτα του απέναντι δρόμου. Έτσι, για να 'χουμε να λέμε πως κάτι υπάρχει που μας φωτίζει τις ζωές(!)

Απόψε όμως, τ' αστέρια λείπουν. Όπως εσύ. Λείπεις και δεν υπάρχει πια κανείς να με ποτίσει μαγικό κρασί. Έτσι, τα δάκρυα δε γίνονται γέλια.
Γίνονται μονάχα τετράδια κι έπειτα παραμύθια που εξιστορούν μεθυσμένες οι γιαγιάδες καθώς λάμπει ο Αποσπερίτης.


Έχω κι εγώ μια γιαγιά πανέμορφη. Δεν είναι μεθυσμένη, μήτε με ποτίζει κρασί, Έχει όμως έμφυτο το χάρισμα να μετατρέπει τα δάκρυα σε γέλια.

*Χαμογελά ο Αποσπερίτης

Παρασκευή

σκιά της σκιάς της σκιάς

Μια σκιά χόρευε ανέμελη στο σεληνόφως τη ματωμένη εκείνη άνοιξη. Τα υγρά, κόκκινα άνθη δίπλα της, θαύμαζαν την ομορφιά και τη χάρη της. Οι καμπάνες ήταν βραχνές εκείνο το βράδυ -σα να θρηνούσαν- και το σκυλί της δίπλα γειτονιάς, δε ζητούσε φαγητό. Δε ζητούσε τίποτα.

Η σκιά, στο ένα χέρι κρατούσε τον ήλιο και στο άλλο το φεγγάρι. Δε μπορούσε να ξεχωρίσει ποιό απ' τα δύο ήταν πιο όμορφο, πιο λαμπρό, αλλά κράτησε την επιβλητικότητα του ήλιου -κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί. Έτσι, άφησε το φεγγάρι να φύγει. Μ' ένα γλυκόπικρο φιλί, το στέλλει στ' άστρα.
Στα χέρια λοιπόν, έχει έναν ήλιο, στο μυαλό έναν πλανήτη γη και στην καρδιά κάτι μικροσκοπικούς, διάφανους ανθρώπους. Τους αγάπησε. Όσο ζούσε, αγαπούσε. Τους ανθρώπους, τα ερπετά, τ' αστέρια..Κάπως έτσι έζησε όλη της τη ζωή. Κανένας όμως μέχρι σήμερα δεν τη θυμάται. Μόνο ένα κορίτσι. Ένα κορίτσι που την είχε δει τη ματωμένη εκείνη άνοιξη, πριν εξαφανιστεί. Ένα κοριτσάκι που τη ζήλεψε παράφορα. Κι ούτε που πρόλαβε να τη ρωτήσει εκείνο που της βασάνιζε το νου: Αξίζει; Αξίζει άραγε ν' αγαπά κανείς τους ανθρώπους;

Αν βρεθείς έξω μόνος, μια ματωμένη εποχή, ψάξε σε παρακαλώ για τη σκιά. Ίσως τη δεις να χορεύει παραληρώντας για τους χαμενους πλανήτες. Αν τη δεις, ρώτα την παρακαλώ, αν τελικά αξίζει.. Ρώτα την, πριν εξαφανιστεί και πάλι. Άμα σου πει, ψάξε να βρεις κι εμένα. Και πες μου. Προτού κι η δική μου σκιά για πάντα στο χρόνο χαθεί..























*Τα υγρά, κατακόκκινα άνθη, ειν' τα μόνα που μέχρι και σήμερα, θρηνούν την εξαφάνιση της σκιάς μιας σκιάς..

Τετάρτη

Στερνός λόγος

Στην προσπάθειά μου να κατα-πνίξω την ανεξήγητη μελαγχολία μου, έπεσα θύμα της συνείδησής μου, μπαίνοντας στη διαδικασία της σκέψης -τρομάρα μου- και της ανάλυσης. Τόσα πράματα και πάλι τίποτα. Η μια μέρα πατάει την άλλη. Έχει χαθεί η ροή. Κι αυτό, είναι κάτι που ήθελα. Απαλλαγή απ' τη ρουτίνα. Λοιπόν, απαλλάχτηκα. Κι όμως, με τίποτα δε 'φχαριστιέμαι. Τώρα πια ζητώ απεγνωσμένα ένα πρόγραμμα, μια τιμωρία, κάτι να με βάλει πίσω στο δρόμος της ρουτίνας, όπου δεν υπάρχει χρόνος για σκέψη, χρόνος για μπέρδεμα. Ποιος; Εγώ, που ανέκαθεν σιχαινόμουν τον οποιοδήποτε προγραμματισμό και την οποιαδήποτε μορφή ρουτίνας!
Δεν απαντώ κι ανησυχείς. Είσαι τόσο γλυκός κι εγώ τόσο απών. Μη φοβάσαι. Ακόμα δεν είμαι σωματικά νεκρή. Μην ανησυχείς. Δεν πεθαίνω τόσο εύκολα -τουλάχιστον όχι έτσι όπως εννοείς εσύ το θάνατο. Και δε φταις εσύ που χάνομαι, που δε με βρίσκεις. Φταίει η φθονερή σελήνη, μάλλον -της οποίας τα μάτια ζήλεψαν χιλιάδες εραστές κι αλληλοσκοτώθηκαν μετά γι' αυτά. Και δεν ξέρω και γιατί γράφω.. Αφού δε θα σου στείλω ποτέ αυτό το γράμμα -δε ζούμε δα και στο '60 για να στέλνω γράμματα. Ξέρεις όμως, εμένα μ' αρέσει. Έχει κάτι το ρομαντικό και το ελκυστικό -ξέρεις, η μανία μου με τις πεθαμένες εποχές.. Αυτές οι μπερδεμένες προτάσεις λοιπόν, ποτέ δεν θα φτάσουν στα χέρια σου. Θα το 'θελα αλλά...ξέρεις. Συγγνώμη που εξακολουθώ να μην απαντώ. Δεν το κάνω επίτηδες. Ελπίζω μονάχα πως κάποια μέρα, η σκιά της σκιάς μου θα γίνει πιο κατανοητή και αισθητή σε σένα. Σε ικετεύω, μην προσπαθήσεις ποτέ να με καταλάβεις με τα εγκεφαλικά σου κύτταρα, διότι τότε, μπορεί και να με μισήσεις. Και δε σου ζητώ να με στηρίξεις, ή να με λυτρώσεις -προς θεού! Μόνο να με κατανοήσεις. Μη με μισείς για όσα κατέστρεψα και για όσα προτίθεμαι να καταστρέψω ακόμα. Σου υπόσχομαι πως άμα βρω τον τρόπο και καταφέρω να φιλιώσω με το Χάος μου, θα 'ρθω να σε πάρω και θα χτίσουμε καινούρια. Δικά μας. Μόνο μη με μισείς. Συμπάθα με. Λίγο..

*Κι εσύ που διαβάζεις αυτό το γράμμα, μάλλον δεν θα βγάζεις νόημα. Μην παρεξηγηθείς μ' αυτό που θα σου πω, αλλά αυτό το γράμμα δε γράφτηκε για 'σένα. Ίσως, εν τέλει, να μη γράφτηκε και για κανέναν!..*















Σάββατο

Απεραντοσύνη

-Επιτέλους, φτάσαμε! Περίμενα πως και πως αυτή τη στιγμή. Ναι, τώρα πια νιώθω ελεύθερος. Από 'δω πάνω μπορώ να δω τα πάντα. Μπορώ να αιχμαλωτίσω μέσα στα δίχτυα μου την απεραντοσύνη..
-Ανόητε, μη συνεχίζεις.
-Μα γιατί παππού; Εσύ δε μου είπες ότι αν καταφέρω να φτάσω στο πιο ψηλό σημείο της γης, θα μπορώ να αντικρίσω όλο το σύμπαν;
-Ναι, όντως το είπα.
-Τότε, άσε με να απολαύσω το αίσθημα Ελευθερίας που κυλάει τόσο αβίαστα και τόσο φυσικά στις φλέβες μου.
-Κατρακυλάει, δεν κυλάει. Κατρακυλάει φιλόδοξα κι επικίνδυνα.
-Δε σε καταλαβαίνω παππού. Τόσο που προσπάθησα μέχρι να φτάσω στο πιο ψηλό σημείο της γης.. Θα 'πρεπε να 'σουν περήφανος για 'μενα.
-Και ποιός σου είπε μικρέ, πως είσαι στο πιο ψηλό σημείο της γης;
-Μα αφού μπορώ να δω τα πάντα από 'δω πάνω.
-Σαν τί βλέπεις δηλαδή;
-Να. Βλέπω τις ακτίνες του ήλιου που χορεύουν τρελά καθώς υποδέχονται το φεγγάρι
-Μόνο αυτό;
-Όχι! Μπορώ να δω τα κύμματα και..
-Τις νεράιδες, μπορείς να τις δεις;
-Ποιές; Τι λες παππού; Μεγάλωσα πια, δεν πιστεύω δα και στις νεράιδες.
-Αν δεν πιστεύεις στην ύπαρξη των νεράιδων, πως μπορείς [έστω] να πλησιάσεις την ουσία της Απεραντοσύνης; Τα κύμματα που βλέπεις να χορεύουν και να χάνονται σιγά-σιγά μες τον αφρό της θάλασσας, νομίζεις δημιουργούνται από μόνα τους και απ' το τίποτα; Όχι, βέβαια. Είναι κεντήματα νεραιδών με μεταξωτές κλωστές, βγαλμένες απ' τα όνειρά σου. Και το ηλιοβασίλεμα επίσης! Σ' αυτό βέβαια, βάζουν ολη τους την τέχνη. Όλη μέρα το κεντάνε για να μπορούν οι άνθρωποι ν' απολαμβάνουν ενενόχλητοι μια ώρα γνήσιας ομορφιάς.
-Δηλαδή παππού, θες να πεις πως ακόμη να φτάσω μέχρι την απεραντοσύνη;
-Ακριβώς. Και πολύ φοβάμαι μικρέ μου ότι αν δεν πιστέψεις σε κάτι τόσο απλό, όσο οι νεράιδες, δεν θα μπορέσεις ποτέ να πλησιάσεις [έστω] τη μαγεία του απέραντου.
-Τι πρέπει να κάνω για να καταφέρω να τις δω;
-Απλώς μη χάσεις την πίστη σου. Κι άμα καταφέρεις να τις δεις, μετά θα 'ναι εύκολο. Αυτές θα σε καθοδηγήσουν δείχνοντάς σου το σωστό δρόμο.

Ο μικρός έμεινε μέρες ολόκληρες κοιτώντας μια τα κύμματα και μια το ηλιοβασίλεμα. Η επιθυμία του να συναντήσει τις νεράιδες, ολο και φούντωνε μέσα του. Ώσπου μια μέρα τις ειδε, τις είδε στ' αλήθεια. Τραγουδούσαν καθώς κεντούσαν τα ονειρεμένα ηλιοβασιλέματα. Ένα φτερούγισμα ένιωσε στο στήθος του και ευθύς γύρισε να το πει στον παππού του.

-Παππού, παππού; Τελικά υπάρχουν νερ...Παππού; Που είσαι, αγαπημένε μου παππού;
Ο παππούς του μικρού είχε εξαφανιστεί. Τόσες μέρες ήταν εκεί, καθόταν μαζί του. Τωρα γιατί έφυγε; Γιατί τώρα..

Ο μικρός κοίταξε το σύμπαν και μια φωνή, γλυκιά σαν μελωδία ήχησε στην ψυχή του: "Τώρα έχεις τις νεράιδες μικρέ μου. Εμένα δε με χρειάζεσαι πια.." Τα δάκρυα άρχισαν να κοιλάνε χωρίς σταματημό στα ροδοκόκκινα μάγουλα του μικρού αγοριού.
-Σε χρειάζομαι παππού. Σε θέλω μαζί μου. Μη μ'αφήνεις..

Το αγοράκι σήκωσε το κεφάλι του και ξανακοίταξε το σύμπαν που τώρα απλωνόταν αλλιώτικο μπροστά στα μάτια του. Σαν να του φάνηκε πιο φωτεινό από πριν. Άθελα του, χαράχτηκε ένα αθώο χαμόγελο στο παιδικό του προσωπάκι. Μα ναι, τώρα ήταν σίγουρος. Ο παππούς του είχε γίνει κι αυτός ένα κομμάτι της απεραντοσύνης. Μια νεράιδα του 'κλεισε το μάτι και τον καληνύχτισε μ' ένα φιλί, παρόμοιο μ' εκείνα τα γλυκά φιλιά του παππού του. Το αγόρι, όλο το βράδυ έβλεπε στα όνειρά του την απεραντοσύνη του παππού. Τι ολοζώντανο όνειρο κι αυτό!..

Τώρα ναι, ήταν πλέον σίγουρος. Ο παππούς του είχε γίνει κι αυτός ένα μικρό κομμάτι της απεραντοσύνης...


Και τ' αγοράκι, δεν έμαθε ποτέ πως τις νεράιδες, δεν τις είχε συναντήσει ποτέ κανείς στ' αλήθεια, πως οι ιστορίες γι' αυτές ίσως να 'ταν ψέμα. Μα τί πείραζε, αλήθεια;  Ένα αθώο ψεμματάκι δεν έβλαψε ποτέ κανέναν! Λίγα χρώματα εμπλουτισμένα στο μυαλό και στην ψυχή, δεν έπνιξαν ποτέ κανέναν, Μόνο οι θηλιές κι οι άχαρες ψευδαισθήσεις ήταν ικανές να σκοτώσουν μια ψυχή. Κι ο παππούς το γνώριζε καλά. Γι' αυτό κι έπλασε τις νεράιδες στη φαντασία του μικρού. Όπως και να 'χει, είναι προτιμότερο ν' αποκοιμιέται κανείς με τ' όνειρο της απεραντοσύνης.



_Χρόνια τώρα μετά την ενηλικίωσή του, τ' αγοράκι δεν έχει μιλήσει ποτέ ξανά και σε κανέναν για την απεραντοσύνη. Ποιος ξέρει... Μπορεί να την κράτησε τόσα χρόνια ζωντανή μέσα στον ύπνο του, μπορεί να κατάφερε να πάει πιο πέρα κι απ' τ' απέραντο. Μα μπορεί και να την έπνιξε για πάντα. Ποιός ξέρει; Είναι τόσο βάρβαρος ο κόσμος των μεγάλων για ένα παιδάκι που συνήθιζε ν' αποκοιμιέται κάθε βράδυ με τ' όνειρο μιας κάποιας Απεραντοσύνης..



*Κι αυτό ήτανε κάτι που ο παππούς δεν το 'χε υπολογίσει/


Τετάρτη

Ο τελευταίος σταθμός

Καθόταν σ' ένα παγκάκι παρέα με την Ευτυχία. Δε μιλούσαν καθόλου η μια στην άλλη -δεν ξέρω γιατί. Η Ευτυχία ήταν χαμογελαστή κι αντάλλαζε κρυφές ματιές με τον ουρανό. Έπειτα, έκλεινε τα μάτια και το χαμόγελό της γινόταν ομορφότερο. Προσπάθησε για μια στιγμή να κάνει κι εκείνη το ίδιο. Όμως, δεν της ήτανε καθόλου εύκολο. Αντί να χαμογελάει, ένιωθε ότι ο ουρανός ήταν έτοιμος να πέσει να την πλακώσει.
Ίσως να έφταιγε το βάρος ενός ανεκπλήρωτου ονείρου. Ή ίσως να 'φταιγε η ανικανότητά της να διακρίνει τ' αστέρια, λόγω των τεχνιτών φωτων της τσιμεντένιας της πολιτείας..
Αφού παρακάλεσε το φεγγάρι να την τυλίξει ζεστά και να την πάρει μαζί του, έκλαψε. Κι έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε.. Βλέπεις, του 'χε αδυναμία του φεγγαριού. 
Η Ευτυχία την είδε και σπάραξε η ψυχούλα της. Της είπε: "Πάρε με σφικτά απ' το χέρι και μη μ' αφήσεις ό,τι κι αν συμβεί". Στην αρχή δίστασε, έπειτα όμως, έκανε εκείνο που η Ευτυχία της πρότεινε.

Πετούσαν. Δεν ήταν όνειρο. Όλο το βράδυ πετούσαν πάνω από θάλασσες και λιβάδια. Είδε το Άμστερνταμ, το Πόρτο Ρίκο, το Βερολίνο, την Αμμόχωστο..Είδε τα πάντα σε μια νύχτα. Περνούσαν δίπλα απ' τ' άστρα που της σκούπιζαν με στοργή τα όσα δάκρυα είχαν απομείνει στα μάγουλά της.

Ο τελευταίος κι ωραιότερος σταθμός όμως, ήταν το φεγγάρι. Να, ακόμη νομίζω ότι βρίσκομαι εκεί. 


Δε θα σε ξεχάσω ποτέ, πρόσκαιρή μου Ευτυχία. 
είπε κι αποκοιμήθηκε, αφήνοντας με ευχαρίστηση
το τελευταίο δάκρυ να κυλήσει. 

Σάββατο

Ασυμβίβαστες ψυχές

Μάταια χόρευαν γι' αυτούς.
Μάταια τραγουδούσαν.
Απένταρες ήταν οι ψυχές μας εκείνο το βράδυ.
Τσιγγάνες σε μια φτηνή αγορά.
Τ' απόλυτο "τίποτα" μπροστά στα μάτια τους.
Κόσμος πάει κι έρχεται στη σκοτεινή αγορά,
πουλώντας κι αγοράζοντας ψυχές. Αθώες ψυχές.

Δεν ήταν απατεώνισσες. Τσιγγάνες ήταν.
Τσιγγάνες που δε ζητιανεύουν από 'δω κι από κει για να επιβιώσουν,
μα στέκονται με περηφάνια στο δικό τους τραγούδι.
Μάταιη η προσπάθειά τους. Μάταιος ο κόπος τους.
Στα μάτια των άλλων παρέμεναν το τίποτα που
μια ζωή πασχίζουν ν' αποφύγουν.
Άλλωτε τις ποδοπατούσαν αλύπητα κι άλλωτε τις πουλούσαν δίχως έλος.
Κι αυτές βουβές, να προσπαθούν να χαράξουν μέσα τους
την αυριανή τους ευτυχία.

Και χορεύουν ένα παράξενο κι αξιολύπητο χορό!

Οι άλλοι -οι αλλοτριωμένα "τίμιοι" πολίτες- τις αρπάζουν,
κλειδώνοντάς τες μέσα στο σκότος της δικής τους ψυχής.
Μισαλλόδοξα ανθρωπάκια. Αυτοί είναι οι πραγματικοί απατεώνες.
Πάντοτε ήταν.

Το κατάμαυρο ταξίδι ξεκινά για τις ψυχές αυτές.
Απατηλά όνειρα τις συνοδεύουν.
Ένα αεράκι αναλαμβάνει να απαλύνει τις πληγές τους.
Ο ήζος της βροχής τις γαληνεύει
κι ένα πολύχρωμο πέπλο, σκεπάζει μαλακά τις γκρίζες σκέψεις τους.
Ελπιδοφόροι άγγελοι εμφανίζονται κρυφά στα όνειρά τους,
κι αυτές τα βράδυα, σογοψυθιρίζουν ένα σκοπό:

"Δε θα σας κάνω τη χάρη. Δε θα συμβιβαστώ!" 


Δεν τις χωράνε τα καλούπια σας κύριοι. Δεν τις χωράνε.
Κι ο χορός τους δεν είναι πια άξιος της λύπησής σας.

Το απαλό αεράκι έχει γίνει τυφώνας τώρα πια
που καταστρέφει τα αιματοβαμμένα κελιά σας.
Η βροχούλα αγριεύει, σαν καταιγίδα πνίγει
όλες τις πίκρες και τους εξευτελισμούς
των ελεύθερων αυτών ψυχών.
Και το πολύχρωμο μαντήλι γιγαντώνεται,
σκεπάζοντας επιβλητικά τα κεφάλια σας
,διαλύοντας με βία το μονότονό σας γκρι.

Δεν υπάρχουν πια σύνορα. Μήτε κανένας στρατός.
Κι εκείνες οι ψυχές που κάποτε ποδοπατούνταν στο δρόμο
-γιατί ήτανε τάχα αδύναμες, απένταρες-
είναι τώρα πιο πλούσιες κι απ' τον άνθρωπο εκείνο
που φυλά στις τσέπες του τ'ασήμι ολάκερης της γης
-διότι πίστεψαν και πόνταραν σε πράματα
που όλος ο κόσμος θεωρούσε ξοφλημένα.
-διότι μες στο χαμό της (ανα)παλλοτρίωσης,
δεν έχασαν τη μελωδία του τραγουδιού τους...

Τι απέγιναν όμως τα όνειρα
που τις συνόδευαν σ' εκείνα τα ταξίδια τους;
-Δυστυχώς ή ευτυχώς,
αυτά θα μείνουν πάντα απατηλά..

Παρ' όλα αυτά, οι ψυχές μας δεν παύουνν να ονειρεύονται.
Και παρέμειναν ασυμβίβαστες.

Οι άλλοι, οι "τίμιοι",
 δεν κατάφεραν ποτέ να μας πάρουν τα όνειρα,
τι κι αν αυτά στο τέλος
μένουν πάντα απατηλά;
Δεν παύουν να 'ναι δικά μας.
Δεν παύουμε να τα ορίζουμε.

*Η ζωή μας ανήκει.
Εμείς δεν ανήκουμε σε κανέναν!


Τετάρτη

για τ' ουρανού το τραγούδι

Σκέψεις χορεύουν μες το μυαλό μου.
Όμορφες σκέψεις.
Αναδυόμενες συγχορδίες απ' τα βάθη του βυθού
και ορφανές νότες, συνοδεύουν τις σκέψεις μου.
Κλείνω τα μάτια κι αντικρίζω κιθάρες, βιολιά
και πιάνα, και γέλια!
Ανοίγω τα μάτια και -σιωπή

Κοιτώ μαγεμένη το βασίλεμα του Ήλιου.
Μοιάζει αληθινό. Το κάθε ηλιοβασίλεμα είναι διαφορετικό.
Κι ανεπανάληπτο. Δεν είναι όλα τα ηλιοβασιλέματα τα ίδια.
Όχι, δεν είναι -μη δίνεις βάση στις κυνικές τους αηδίες.
*Αναγέννηση λοιπόν. Τη νιώθω. Τη βλέπω. Εσύ;*

Κοίτα τα πουλιά.
Τραγουδάνε, σαν σε συναυλία πρώτης τάξεως να βρίσκονται.
Μα υπάρχει ένα μικρό που δεν τραγουδά.
Κάθεται στο δέντρο και παρακολουθεί.
Οι άνθρωποι θα το 'λεγαν τρελό.
"Πώς μπορεί να κοιτά τ'άλλα πουλιά τόσο ευτυχισμένα,
κι αυτό να κάθεται σαν παλαβό;" θα σκέφτονταν.

Εγώ όμως ξέρω γιατί είναι σκυθρωπό.
Αν τραγουδήσει, θα βγάλει από μέσα του λύπη και οργή και αγανάκτηση
και υποδουλωμένη καταπίεση.
Οι νότες του θα ηχήσουν άγρια στ' αυτιά των άλλων πουλιών.
Δεν το θέλει αυτό. Όχι.
Δε θέλει να τους χαλάσει τη γιορτή..

Το μόνο που θα 'θελε,
θα 'ταν να φτάσει τον ήλιο, τ' αστέρια, το φεγγάρι..
Ανέκαθεν όμως, ο πιο μεγάλος και κρυφός του καημός,
ήταν να μάθει τί υπάρχει πίσω απ' τα σύννεφα.
Ποιός τους δίνει δύναμη, λάμψη και χρώμα κόκκινο;

Ξάφνου όμως, μες στην απελπισία των σκέψεών του,
άκουσε μια φωνή να το παρακινεί:
Κοίτα μικρό μου γύρω σου.
Κοίτα τα δέντρα, τα λουλούδια, τα υπόλοιπα πουλιά.
Άκου το θρόισμα των φύλλων και
Επεξεργάσου την κίνησή τους καθώς ξεραμένα
αφήνουν τα κλαδιά κάθε φθινόπωρο.
Ησύχασε κι άκου τη βροχή.
Χόρεψε στη βροχή.
Τραγούδα στο σκοτάδι.
Γέλα σαν παιδί με την Ανατολή και
Κλάψε με τη Δύση...

Μπορείς να το κάνεις..
μπορείς να κάνεις ό,τι θες.
Ζήσε μες στο μάγεμα της φύσης.
Μην κάνεις κι εσύ το λάθος να την υποτιμήσεις
-μην ακούς σου λέω τους κυνικούς!

Ξαφνικά, το πουλάκι ετούτο πέταξε,
έφυγε απ' το κλαδί του..
Όχι, δεν πήγε με τ' άλλα πουλιά.

Ετούτο χόρευε μόνο του.
Χόρευε και τραγουδούσε.
Τραγουδούσε και γελούσε.
Τίποτε πια δεν το σταματούσε

Το τσάκωσα να κοιτάει για μια στιγμή τα σύννεφα.
Νομίζω ότι τώρα πια δεν το νοιάζει ποια δύναμη κρύβεται πίσω απ' αυτά.
Μονάχα τα κοιτάζει και χαμογελά.
Το κόκκινό τους χρώμα,
στάζει πιο γλυκά από ποτέ μες στην ψυχή του.

Τώρα πια, ξέρει πως να χορεύει και πως να τραγουδάει το δικό του τραγούδι.
Ένα τραγούδι τ' ουρανού. Του δικού του, μοναδικού ουρανού..