Τετάρτη

Μοιράζουν ευκαιρίες
               λες και ξέρουν
Κοιτούν, κοντοστέκονται και προσπερνούν
               λες και καταλαβαίνουν
Με τ' άχρωμα χείλη τους
μιλάνε για τη δίψα του θανάτου
                λες και ξέρουν
                λες και θα καταλάβουν ποτέ
                πως είναι να πεθαίνεις

Τους κοιτώ από ψηλά
                 λες κι είμαι ο θεός τους
Στάζω το αίμα μου
στο τσιμέντο της άχρωμης πόλης
                 λες και μου περισσεύει
Στις ζωγραφιές μου
βάφω πάντα κόκκινα τα χείλη των ανθρώπων
                  λες κι έτσι θ' αρχίσουν να φιλιούνται
                         πιο πολύ

Γεννάω κάθε βράδυ δαίμονες
Αυτοί γεννούν φωτιά
Ο ήλιος κάθε αυγή την οικειοποιείται
Ο ήλιος είναι παντοδύναμος
      Ζωγραφίζω στο χαρτί έναν ήλιο
-κι έπειτα το καίω
Έτσι νικώ τους δαίμονες
τη φωτιά
τον ήλιο

        Είμαι πιο δυνατή κι από τα τρία μαζί

Εγώ και το χαρτί μου, είμαστε θεοί
Μπορώ πάνω σ' αυτό
να ζωγραφίσω τη συντέλεια του κόσμου
κι έπειτα να το κάψω
όπως ο ήλιος καίει τις σκιές στις γωνίες

Θα μπορούσα έτσι να αποτρέψω την καταστροφή
                     μα έλα που δεν ξέρω να ζωγραφίζω συντέλειες
Το τέλος
είναι ισχυρότερο από την παντοδυναμία μου
         Ζωγραφίζω στο χαρτί μου κάτι άμορφο
Το μόνο που ξεχωρίζει είναι τα κόκκινα χείλη του
Το ονομάζω Τέλος και
το καρτερώ να έρθει να μου δώσει
ένα στερνό φιλί

μα το χαρτί μου       -      η στερνή αυτή μου δύναμη
δε μπορεί να δημιουργήσει πάματα
παρά μόνο να καταστρέψει
                        λες κι η παντοδυναμία μου
                        είναι καταραμένη να υπάρχει μόνο
                        εκεί που μπαίνουν οι τελείες .


Δευτέρα

Ρώτα τα παιδιά

Να ρωτήσεις τα παιδιά
που δεν εφώναξαν ποτέ τους
"ζήτω"
αν η άνοιξη λατρεύτηκε ποτέ
από κανέναν
περισσότερο απ' τους τυφλούς
του μαρα(σ)μένου ετούτου κόσμου

Κι εκείνα, θα γυρίσουν να σε ιδούν
-όχι με περιφρόνυση
αλλά με απορία
και στα θολομένα τους μάτια
θα χορεύουν χρώματα
-κι ας ειν' τυφλά ετούτα τα παιδιά
Κι ας μην έτυχε ποτέ να ιδούν
το χαμό_γελο στο βλέμμα
της υποκρισίας,
τις φωτογραφίες των ληστών που
υπερήφανοι στέκονται
στα βάθρα των κελιών σας,
τα χρώματα στη γένεση
της Άνοιξης
και τη σκοτεινιά στις ψυχές
των θαυμαστών της

Ετούτα να ρωτήσεις να σου πουν
τι πα' να πει πόθος
για το άπειρο και το καινούριο
τ' αδόμητο και τ' απέραντο
Τι πα' να πει έρωτας
Κι ας μην έτυχε ποτέ να ιδούν
ταινίες ερωτικού ψυχαναγκασμού

Ίσως γι' αυτό να 'χουν τυλίξει
όλες τις απαντήσεις
μες στα χέρια και
στα θολά τους μάτια
Ίσως γι' αυτό κάθε φορά που κλαίνε
βλαστάνε κάτασπρα κρίνα
στις αυλές που 'χουν φωλιάσει
στις ψυχές τους

Ίσως να 'χουν δίκιο τελικά
όσοι λένε πως
ετούτα τα τυφλά παιδιά
που δεν είδανε ποτέ το φως μιας μέρας;
έχουν λατρέψει την άνοιξη και
την κάθε καρποφορούσα γένεση
παραπάνω απ' τον έκαστο
υποστηρικτή της ομορφιάς
που σκοτώνει ό,τι του καταστρέφει
την αισθητική
Παραπάνω από ερωτευμένο
που τα βράδια πνίγει πεταλούδες
σε αγέλαστα κρεβάτια
Παραπάνω από παιδάκια που ζητωκραυγάζουν
εκστασιαμένα
μπροστά στη θέα των βεγγαλικών
-αλλά ποτέ ενός ηλιοβασιλέματος

Ίσως όταν όλοι
ήταν απασχολημένοι
προσθέτοντας κομμένα άνθη
στα βάζα των αρωματισμένων σαλονιών τους
επιμελούμενοι την κάθε λεπτομέρεια
-ποιο στοιχείο της φύσης
θα ταιριάξει με τον καναπέ
και ποιο με τη μούχλα στα κεφάλια τους-
ίσως τα τυφλά ετούτα παιδιά
να 'χαν ήδη προλάβει να μυρίσουν
όλα τ' άνθη που 'χαν ακόμα
τις ρίζες τους στη γη,
παίρνοντας μαζί τους μόνο την ευωδία
που θα τριγυρνά για πάντα
γύρω απ' τα μικροκαμωμένα σώματά τους

Ίσως έτσι τα κατάφεραν
και 'μείναν για πάντα ανθισμένα
ενώ τα βάζα στα σαλόνια άδειαζαν
και σκούριαζαν σε ντουλάπια
γεμάτα μαραμένες συνειδήσεις

*

την επόμενη φορά που θα τα ιδώ
θα τα ρωτήσω για τον έρωτα
κι ό,τι μου πουν
θα το πιστέψω

κι ας ξέρω πως δεν έτυχε ποτέ να ιδούν
ταινίες ερωτικού ψυχαναγκασμού


Πέμπτη

Όρτσα

Κι εκεί που όλα κυλάνε ομαλά, ξάφνου βραχυκυκλώνονται τα Σύμπαντα. Είναι εκείνη η μια στιγμή αναστεναγμού, που κάνει τ' άνθη της να μαραίνονται-

Μα όσα λουλούδια κι αν ξεριζώσουνε απ' την αυλή της, κείνη πάντα θα 'χει εύκαιρες στις τρύπιες τσέπες της, τις ακριβές της συλλογές. Συλλογές απ' τα ταξίδια της στα Σύμπαντα. Όλων των λογιών τα καρικεύματα, λουσμένα με αρώματα και μυρουδιές που κοσμούν τις αφίλητες στιγμές της. Και χρώματα. Χρώματα δανεικά από ανθρώπους που περάσανε, κεντώντας στην ψυχή της το σχήμα των ματιών τους. Ανθρώπους που περάσανε και δεν καθίσανε.

Μα τα Σύμπαντα βραχυκυκλώθηκαν, τα ταξίδια της γκρεμίστηκαν, και κείνη μετέωρη έμεινε να φυλά τις ακριβές της συλλογές. Τα αρώματα, τις μυρουδιές, τα κεντημένα στο κορμί της μάτια. Και μ' αυτά ταξιδεύει τώρα πια. Τι κι αν ναυάγησαν τα Σύμπαντα; Μέσσα απ' τα βλέμματα αυτών που πέρασαν, πλανιέται σε μέρη που περπάτησαν, άλλοι νοστάλγησαν και κάποιοι άλλοι απλα ονειρεύτηκαν. Τα ταξίδια τους, τα κάνει δικά της. Μέσα απ' την κάθε ματιά τους, αντικρύζει ένα νέο αύριο, ένα νέο κάτι που ανακαλύφθηκε προ πολλού, μα μοιάζει πρωτόπλαστο. Η κάθε φορά που πλανιέται μέσα απ' τα όνειρά τους, είναι παρθενική, σαν ν' ανοίγει τα βλέφαρα για πρώτη φορά. Ο κόσμος ποτέ δεν παλιώνει, ποτέ δε στερεύει. Τι να τα κάνει κανείς τα Σύμπαντα, άμα έχει τους άλλους; Οι άνθρωποι κάθε μέρα μεγαλουργούν, κι εκείνη αγαλιάζεται ταξιδεύοντας μαζί τους. Μέχρι και στο φεγγάρι έφτασε, μου 'ξομολογήθηκε κάποτε. Μη με ρωτάς όμως περισσότερα. Δεν τη γνώρισα καλά. Ήμουν κι εγώ μια απ' αυτούς που πέρασαν, που δεν καθίσανε πολύ. Μα τη ζηλεύω κι ας μην την ξέρω. Τη φθονώ και την ποθώ, όσο δεν πόθησα τον πιο κρυφό μου πόθο.

Τα βράδυα στενάζω, κάποιες φορές κρυώνω και δακρύζω. Μα έχω μάθει πια να μην απελπίζομαι, αφού στο νου μου φέρνω πάντα τις τελευταίες της κουβέντες: "Το δάκρυ καν' το φίλο σου, μοναδικό σου φυλακτό. Το δάκρυ κράτα δίπλα σου, γιατί μ' αυτό τον κόσμο θα ποτίσεις."
Έτσι λοιπόν - κάνω το κλάμα λίπασμα και καρτερώ να βλαστήσει ένας νέος κόσμος, ντυμένος με τις μυρουδιές της. Καρτερώ τη μέρα κείνη, που θα φωνάξω με όλη τη δύναμη των εξασθενημένων μου πνευμόνων "Όρτσα τα πανιά, ένα νέο άγνωστο γεννιέται!"

Να τους αγαπάς αυτούς που περνάνε και δεν κάθονται, μου 'πε για τελευταία φορά λίγο πριν ανηφορίσει. Να τους αγαπάς γιατί έχουν πλάκα. Τους άλλους, που τους ξες σαν την παλάμη σου, για που θα σε ταξιδέψουνε νομίζεις;

Κανέναν δεν θέλω να 'χω του χεριού μου, έκανα να της πω, μα πριν προλάβω να το ξεστομίσω, είχε ήδη ανηφορίσει_




Κυριακή

ένας ήλιος αλλιώς

Στων ημερών το πολύχρωμο βούισμα, εξατμίζεται και γίνεται δάκρυ*

Κι αν κάποτε βαστούσε στα χέρια πινέλα, ίσα με το μπόι δυο αλεπούδων, ήταν επειδή με πονηριά –και μαεστρία, μαχόταν να ζωγραφίσει στο πέπλο της ζωής έναν ήλιο. Έναν ήλιο τόσο μεγάλο, ίσα με το μπόι δυο γιγάντιων φασολιών. Θυμάται τα δειλινά και τ’ απόβραδα που ξημεροβραδιαζόταν στις όχτες των ποταμών, μπας και μέσα στην ατυχία του, συναντούσε κανένα αερικό –από κείνα των παραμυθιών- κι έπαιρνε φιλί αλλιώτικο, μεθυστικό. Η φαντασία κυλούσε σα ροδάνι, φουσκώνοντάς του τα μάγουλα, τα μυαλά, τα στήθια, την καρδιά. Ευτυχία το ‘λεγε το πάντρεμα των κρίνων με τα σύννεφα, των παρθένων νερών με τα βατράχια, της καρδιάς με το νου.. Ευτυχία ήταν η δημιουργία ενός ήλιου αλλιώτικου, λαμπρού. Ολημερίς τον έπλαθε, το βράδυ τον γκρεμούσε. Τον γκρεμούσε περίτεχνα, βάφοντας με τα πινέλα του γύρω-γύρω χιλιάδες αποχρώσεις του κίτρινου και του μωβ. Πανηγύρι χρωμάτων. Τα ‘δενε τόσο αρμονικά –με μαεστρία και πονηριά- που θαρρούσε καμιά φορά κανείς πως τούτο το παιδί, είχε όντως κλέψει κάποτε φιλί απ’ ένα μαγεμένο αερικό.

Ξάπλωνε που λες στα γρασίδια και χάζευε τον κρυστάλινο ουρανό. Μιλούσε με τα σύννεφα και πυρπολούσε τις σκέψεις του, τις σκέψεις που τον επανέφεραν στην πολιτεία, σε μια πολιτεία τσιμεντένια, όπου η άσφαλτος είχε γίνει τρόπος ζωής κι η ψευτιά συνήθεια. Το χειμώνα αναπολούσε τις πεταλούδες –τις γαλάζιες πεταλούδες- και την άνοιξη ζήλευε τους δυνατούς αέριδες που ξεκούφαιναν την άλλη άκρη της γης. Δεν ήταν ματαιόδοξο, δεν ζητούσε τα πάντα, δεν ήθελε να κυριαρχεί στα πάντα.. Είναι που να, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι ν’αγαπήσει περισσότερο. Είχε δυο πινέλα και μ’ αυτά ζωγράφιζε τον κόσμο. Σε κάθε μέρος της γης, έδιν’ από μία ομορφιά. Φρόντιζε να μην αφήσει καμιά γωνιά παραπονεμένη. Κι άμα περνούσε λίγος καιρός, έφερνε τον κόσμο ανάποδα –αλλού έστρεφε την ανεμελιά των πεταλούδων κι αλλού τη δύναμη των αέριδων. Ευτυχία τα ‘χε βαφτίσει ολ’ αυτά. Πύρινη ευτυχία.

                                                                       ***

ώσπου μια μέρα δεν ξαναφάνηκε στα λειβάδια. Τα πινέλα του πιάσαν σκουριά κι ο ήλιος έμεινε για πάντα θαμπός –δίχως περίτεχνες αποχρώσεις του κίτρινου και του μωβ να τον στολίζουν κάθε που πάει να βραδιάσει.

Άλλοι είπανε πως γυρνάει τη γη, πως κάθε εποχή πάει μόνο στα μέρη που μεταναστεύουνε οι πεταλούδες –οι γαλάζιες πεταλούδες- πως δεν θέλει λένε πια, τους αέριδες. Άλλοι πάλι λένε πως έχτισε το σώμα του κάτω απ’ το τσιμέντο της γκριζοφορεμένης πολιτείας και κάποιοι τρίτοι πως τον πήρανε τ’ αερικά μακριά, σε παραμύθια που ‘χουν ήδη ξεχαστεί κι αντικατασταθεί από εικονικά παιχνίδια και κουτιά που λένε(?) τις ειδήσεις.
Μα την αλήθεια την είδα κάποτε εγώ και θα σ’την πω: Τούτο το μικρό, μετανάστευσε μια για πάντα. Ανεγέρθη ψηλά στους ουρανούς, να κρατά παρέα στη σελήνη κάθε που ο ήλιος την περιφρονεί. Να λέει ιστορίες με τον δεύτερο και να γελάνε, κάθε που η σελήνη φλερτάρει με κανένα καινούριο αστέρι. Τα πινέλα τα παράτησε στη γη. Που και που τα γυροφέρνουν κάτι φιλόδοξοι ψαράδες που θέλουν να ξεφύγουν απ’ το ριζικό τους, μα μάταια. Δεν έχουν ετούτοι φαντασία. Το πανηγύρι δε φτάνει πια στη γη. Η πύρινη ευτυχία μετανάστευσε κι αυτή, δίχως να προειδοποιήσει τους φτωχούς, τους άμοιρους ανθρώπους πως έρχονται χειμώνες, βαριοί χειμώνες! Πως ο ήλιος δεν θα τους κάνει τη χάρη ν’ ανατέλλει κάθε μέρα, για να τον αποστρέφονται αυτοί, για να κρατάν ομπρέλες κάθε που το φως θα ενοχλεί τις κρυμμένες συνειδήσεις τους. 

Όμως, μη θλίβεσαι μικρέ μου και μη θρηνείς. Πώς θα μπορούσε τούτο το παιδί να σ’ αφήσει μοναχό στην εποχή που οι πάγοι βαραίνουν την ψυχή σου; Φυσικά και προνόησε για σένα, για μένα, για την τύχη μας. Το μυστικό του το 'γραψε πριν φύγει σ' ένα μικρό χαρτί που βρήκανε κάποτε οι φιλόδοξοι ψαράδες στην όχτη ενός ποταμού: "Άμα θες να εξιλεωθείς, εξατμίσου στων ημερών το πολύχρωμο βούισμα της πολιτείας, και γίνε δάκρυ(άνω τελεία) Κλάψε για τον κόσμο, κι ύστερα, με το ίδιο σου το κλάμα, πότισέ τον"

Αφού διάβασαν οι ψαράδες το χαρτί, γελάσανε, το σκίσανε, κι έπειτα 'ρίξαν τα πινέλα του στο βάθος του ωκεανού, λεηλατώντας έτσι, ό,τι μας ειχ' απομείνει απ' την πύρινη αλήθεια του κόσμου***

Και δεν είναι μόνο αυτοί. Κι εγώ που ήμουν μάρτις όλου ετούτου του πανηγυριού, έχω χάσει κάθε ελπίδα, βρικολάκιασα, κι έχω να δω τον ήλιο μέρες τώρα.. 

Κάπου-Κάποτε-Σε μια καυτή εποχή





















Μα ο ήλιος θ' ανεγερθεί μια μέρα      άναξ
και θα βάλει φωτιά στις θάλασσες, μαζί και στα τσιμέντα.
Ετότε θα γελάσουνε καγχακτικά ξανά οι ουρανοί_

Τρίτη

"Πάρε μ' απ' το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. -Δεν έχω χέρι. Δεν υπάρχει κόσμος"

Στον πάτο των κοινωνικών στρωμάτων
σε θυμάμαι,
να σέρνεσαι με περηφάνια
προκαλώντας τη λύπηση των ηθικόφρονων διεφθαρμένων

Δε θυμάμαι να ξαναϊδωθήκαμε από τότε.
Δε θυμάμαι καν την  όψη σου.
Ήτανε λιγάκι τσαλακωμένη. Και τρύπια.

Σιχαινόσουν έλεγες τη διαφθορά,
τη διαφθορά που σ' είχε σπρώξει αλύπητα στον πάτο.
Ήθελες είπες να βοηθήσεις τους αδύναμους,
τους φτωχούς, τους ταπεινωμένους, τους αναρχικούς
ολονών των αντιλήψεων.

Σε θυμάμαι να φωνάζεις σχεδόν στριγκλίζοντας
πως τη δύναμη των φτωχών, των πονεμένων,
δε θα μπορέσει ποτέ κανείς να τη τσακίσει,
πως η διαφθορά πρέπει να ξεσκιστεί απ' τη ρίζα της,
πως θα πρέπει να εκδιώξουμε τα κτήνη απ' το θρόνο τους.

Δε θυμάμαι να ξαναϊθωθήκαμ' από τότε.
Δε θυμάμαι καν την όψη σου.
Ήταν υπερήφανη. Και ματωμένη.
Θυμάμαι μονάχα κάτι ν' αστράφτει στο άμορφο βλέμμα σου.

Χθες το βράδυ που λες, είδα ένα όνειρο.
Ήτανε λέει ένα ανθρωπάκι, που στρίγκλιζε για δικαιοσύνη.
Πρόσταζε τους πονεμένους να το βοηθήσουν
ακολουθώντας το στον αγώνα του κατά της υψηλής απειλής.
Δεν είχε όψη. Δεν είχε πρόσωπο.
Μονάχα κάτι αστραφτερό στο άμορφο βλέμμα του

Έλεγε και ξανάλεγε:
Όποιος συμφωνεί με τον αγώνα, ας σηκώσει το χέρι του.
Κι όποιος δεν έχει χέρι να σηκώσει, ας ανοιγοκλείσει τα μάτια.
Κι όποιου πάλι, τυγχαίνει να του 'χουν βγάλει τα μάτια,
ας σφυρίξει κοφτά.
Κι αν τυχόν δεν είστε απ' τους τυχερούς, στους οποίους
έχει απομείνει στόμα, αλλά είστε αρκετά έξυπνοι ώστε να συμφωνείτε,
κάντε δυο στροφές γύρω απ' τον εαυτό σας
κι έπειτα γύρω απ' τους συντρόφους.

Τις επόμενες σκηνές δεν τις θυμάμαι καθαρά, το όνειρο όμως
τέλειωνε με τ' ανθρωπάκι να λέει -αυτή τη φορά με φωνή χαμηλωμένη:
Κι αν είστε από 'κείνους, που δεν τους έχει μείνει τίποτ' άλλο
παρά μια σφαίρα στο κεφάλι, χαμογελάστε από ψηλά και
κάντε πέρασμα μακρύ στους ουρανούς, να διαβήσουν άνετα οι επόμενοι συντρόφοι!

Όπως είπα, το ανθρωπάκι δεν είχε όψη, ή δεν τη θυμάμαι.
Είμαι όμως σίγουρη πως ήσουν εσύ. Εσύ, που ακόμη και νεκρός,
θέλησες από 'κει πάνω να κάνεις κουμάντο.
Είχες πάντα κότσια. Κι ας σ' είχαν τσακίσει. Κι ας σ' είχαν ματώσει.
Είμαι σίγουρη πως ήσουν εσύ, γιατί το πρωί που ξύπνησα,
κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και στο βλέμμα μου είχα κάτι αστραφτερό.
Τ' αναγνώρισα. Κι ας μην ήτανε δικό μου. Κι ας ήταν κάτι το ξένο.
Σα να 'νιωσα για πρώτη φορά αληθινά,
πως το βάρος της λάμψης εκείνης, έπεφτε στους ώμους μου.
Σα να 'νιωσα την υποχρέωση να την κρατήσω και να την κάμω λαμπρότερη.

Σα μαγεμένη λοιπόν, σήκωσα αυθόρμητα το χέρι μου,
ανοιγόκλεισα τα μάτια, σφύριξα κοφτά και διέγραψα δυο στροφές
γύρω απ' τον εαυτό μου κι έπειτα γύρω απ' τους αυριανούς συντρόφους.
Επειδή τυγχαίνει να 'χω χέρι, να 'χω μάτια, να 'χω πόδια και συντρόφους.
Ειμ' απ' αυτούς τους τυχερούς που δεν τους λείπει τίποτα. Τους ελεηνούς..

Κοίταξα ψηλά και στρίγκλισα "συμφωνώ" με μια δόση αποστροφής προς εμένα την ίδια.
Και κάπως έτσι αρχίζουν όλα πάντα. Με μια δόση αποστροφής. Και μια στριγκλιά.


Πέμπτη

Στην καρδιά του φεγγαριού
χαράχτηκαν εκείνα τ' απογεύματα
που η πλάνη μύριζε αλκοόλ 
και λίγα όνειρα
κι η αναπνοή χόρευε
εκστασιασμένη 
με τα χρώματα της απουσίας

Όταν χάνεις την επαφή
-την άυλη επαφή
με τον ουρανό σου
και το αιματηρό άγγιγμα τ' ανέμου
με τα σωθικά σου,
όσα τραγούδια οι γαλαξίες
κι αν σου τάξουν,
εσύ θα ξέρεις πως
οτιδήποτε δεν έχει σχέση
με τον ουρανό σου, 
είναι σπατάλη αναπνοής

Κι ασθμαίνω-
καθώς παλεύω με τη βροχή
αφού με κατηγόρησαν στυφνά
για πλάνη και φυγή
και σ' όλους τους μεγάλους κομήτες
ξεστόμισαν πως
εγώ ήμουν τ' αστέρι εκείνο
που χάθηκε μια νύχτα
απ' την ουράνια ζωγραφιά..

Πως τάχα εγώ παράτησα πρώτη
τους ανθρώπους
και 'σμίξαν μετά αυτοί
με τις σκιές

Εγώ λένε 
ειμ' τ' αστέρι που 'παψε
να κρατά συντροφιά
του φεγγαριού.
Μα το φεγγάρι είχε ξενιτευτεί
προ πολλού
-σ' τ' ορκίζομαι,
το είδα να φεύγει..

Και ματώνω-

Ματώνω όταν βλέπω
το πρόσωπό μου
να συγχέεται με την όψη 
του δικού τους
και τη φωνή μου
μες στη φωνή τους
να στριγκλίζει

Είμαι ένα βαμμένο κόκκινο
αστέρι που
αργοπεθαίνει_

Που αργοπεθαίνει λέω,
βάφοντας διψαλέα 
τις σιωπές σας

βάφοντας λυσσασμένα
τον τρύπιο ουρανό.
Το κόκκινο της ψυχής μου
στάζει πιο σ' ολόκληρο
το γαλαξία

σμίγουν αρμονικά
οι σιωπές σας
με τις φωνές μου,
τα πρόσωπά σας
με τις ψυχές μου,
παρατηρώ το αίμα μου
να βάφει με μαεστρία 
τον ουρανό σ' ένα τέλος
που δεν έχει τέλος
*
και ξάφνου,
ανορθώνεται εκείνο
που στο τέλος πάντα γαλήνια
πεθαίνει.
Σιγά-σιγά..
γεννιέται ένα ηλιοβασίλεμα

..γεννιέται η ψυχή μου

Κι απομακρύνομαι-
αφού με κάθε νέα γένεση, 
μαγνιτίζομαι όλο και περισσότερο 
με την ουράνια ζωγραφιά

και σβήνουν αιφνίδια οι ελπίδες μου
για ένωση _ μαζί σας




Δευτέρα

I can see how the mighty fff..boom!

Εκρήγνυνται οι λίμνες στα οριοθετημένα πάρκα
χορεύουν τα μυρμήγκια στα υπόγεια μέρη
και το φεγγάρι στέκει ακέραιο
σ' ένα μέρος που αγνόησες οικειοθελώς

Κι εσύ..εσύ ξεστράτισες, τυφλά πήγες και κάθισες
πίσω από βρωμερά μπουκάλια μεσαίου μεγέθους,
πάνω σε χάπια που 'χουν γίνει σκόνη
περικλείοντας ασφυκτικά το χώρο
κάνοντας τους οπαδούς τους ν' ασθμαίνουν άρρυθμα,
χαοτικά και λυπημένα.
Ξέρεις, δεν ειν' άσχημο το χάος
αφού κι οι αρχαίοι ημών προγόνοι πίστεψαν κάποτε στο αγαθό του.
Άσχημο, που λες, δεν ειν' το χάος,
μα τα μέσα που χρησιμοποιείς για να το νιώσεις.
Άσχημο ειν' το πρόσωπό σου άμα θλίβεται
-δήθεν- για τα υπαρξιακά μιας ζωής ανύπαρκτης,
βουτηγμένης στην παράνοια του νου.
Άσχημο είναι που πονάς.

..και δε μου καίγεται καρφί που πόνεσα κι εγώ μαζί
και π' ακόμα πονώ απ' την οσμή του κορμιού σου πάνω στο δικό μου
Δε μου καίγεται καρφί
Μου αρκεί που κατάφερα να προσθέσω ένα μικρό λιθαράκι 
αισιοδοξίας
στο πίσω μέρος του μυαλού σου
Αρκεί που σ' είδα για μια στιγμή 
να γελάς

Θα συνεχίσω την ανέγερση του μικρού,
αισιόδοξου ναού μου μέσα στο κεφάλι σου
και δε με νοιάζει αν το σώμα μου διαλυθεί για πάντα
απ' την οσμή σου
Δε με νοιάζει ακόμα κι αν γινώ αιθέρας
κι εξατμιστώ στα μέρη που πάντα αγνοούσες.
Δε με νοιάζει. 
Αρκεί να σε βλέπω να γελάς
κι ας ειν' το σώμα μου μακριά

Κι όταν κάποια στιγμή αντιληφθείς την ύπαρξη του μικρού ναού,
όταν θελήσεις να τον βαφτίσεις τ' όνομά μου
-επειδή δήθεν μου χρωστάς,
μη διστάσεις.
Μη λυπηθείς διότι τάχα θα 'μαι μακριά για να το δω.
Καν' το κι ορκίζομαι πως ο ουρανός *ο πρώτος ουρανός της γης, 
ο αέναος γαλάζιος, κι όχι ο τωρινός*
θα θελήσει να το μάθω.
Θα το ψιθυρίσει σ' όλα τα υπόγεια μέρη
και τότε..
Ω! τότες όλος ο κόσμος θα γυρίσει ευλαβικά ανάποδα
αφού μέσα σ' ένα πελώριο Σύμπαν,
εμείς θα 'χουμε καταφέρει να γελάμε και να δακρύζουμε
ταυτόχρονα_



Κι αν σου λένε πως ακόμα σ' αγαπώ, είναι ψέμα
αφού γίνηκα αιθέρας
κι οι αιθέρες ζωγραφίζουν μονάχα με ανύπαρκτα χρώματα, 

βλαστάρια του χαοτισμού*

Σάββατο

Μπορεί να ’ναι νεκρή

Κάπου μακριά, πέρα απ’ το κορμί μου, ακούω την Κατερίνα να μου φωνάζει πως έχασε τη φαντασία της. Έψαξα, Κατερίνα..μα έχασα κι εγώ το μυαλό μου στο ψάξιμο. Πρέπει να το παράτησα μέσα στη στάχτη που άφησαν όσοι ρούφηξαν τα ένστικτά μου. Στη στάχτη που λίγο αργότερα θα φυτέψουν στο κεφάλι μου, μετονομάζοντάς την «στόχους».

..Τη βλέπω να παραπονιέται ξανά. Λέει πως κάθε φορά που ακούει «Κατερίνα» τρομάζει. Το λέει τρεις φορές, μπας και δεν το εμπεδώσω απ’ την πρώτη. Κι εγώ τρομάζω. Τρομάζω στη συνειδητοποίηση της στέρησης του εαυτού μου. Όταν καταθλίβομαι, νιώθω πως δε μου ανήκω, Κατερίνα. Νιώθω πως χάθηκα μέσα στις άπειρες επιλογές του μέλλοντός μου, μέσα στο μηδαμινό χρόνο που μου διέθεσαν για να ζήσω το παρόν μου! Φαντάζομαι πως θα μου πεις κάτι παρηγορητικό, ίσως θα μου πεις πως δε φταίμε εμείς που μεγαλώσαμε, αλλά τα τέρατα που αφήσαμε να ζαρώσουν μέσα μας. Κάνω λάθος. Εσύ δε μου λες τίποτα. Μόνο μετά από αρκετή σιγή σ’ ακούω να μουρμουρίζεις με πνιχτή φωνή πως πρέπει να προσέχω επειδή ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια, πως ο στόχος είναι στο μυαλό. Πρέπει να ‘χω το νου μου, ε; Από τι να προσέχω όμως, Κατερίνα; Ποιος θα τολμήσει να μου ρίξει είτε στα πόδια, είτε στο μυαλό; Έχω το τρίπτυχο αγκαλιά να με προστατεύει: Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια! Είναι η πρώτη εικόνα που μου έρχεται στο νου, κι ας νιώθω πως έχω κι άλλες λέξεις μέσα μου που μάχονται να βγουν, κι όμως σαπίζουν άλαλες εδώ και καιρό… Τί περίμενες; Τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω. Είναι σα σημάδια στο σώμα μου που δε φεύγουν. Τα σημάδια απ’ τις θηλιές δε φεύγουν ποτέ, Κατερίνα. Ούτε απ’ τα φωτοστέφανα που γλίστρησαν και γύρω απ’ τα λαιμά μας έχουν γαντζωθεί. Αλλά τι λέω; Ξεχάστηκα.. Πρέπει να βρούμε τη φαντασία σου Κατερίνα, για να μη μαγειρεύεις κάθε μέρα πατάτες. Πρέπει να βρούμε και το μυαλό μου επίσης και να τα συναρμολογήσουμε. Ίσως φτιάξουμε το τέλειο, ίσως βρούμε τη σωτηρία, ίσως φτάσουμε στη λύτρωση.. Κατερίνα; Κατερίνα πού πήγες; Μ’ακούς;

Άφαντη η Κατερίνα. Στη θέση που καθόταν σκυφτή, βρήκα ένα μουσκεμένο σημείωμα. Είχε τίτλο «Θα ‘ρθει καιρός» κι έγραφε με κόκκινα γράμματα:

Δεν ξέρω -μην περιμένεις κι από μένα πολλά-
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
παρόλα αυτά Μαρία.







Κυριακή

Έτσι, για το χαλάλι*

Πως αφέθηκες να γελαστείς
απ' ένα τυχαίο πυροτέχνημα
κι απόψε;
Αφού το 'χεις μάθεις καλά
ότι σαν θεριεύει ένα ηλιοβασίλεμα,
τα βεγγαλικά
και τα λαμπιόνια
κι οι αγέλαστοι φωτοτεχνίτες
ολάκερης της πόλης
κυριεύονται και νικιούνται
από 'δαύτο!

Τυχερή ήταν η Ανατολή
που πρόλαβε να γεννηθεί
προτού προσάψει ο Θεός
αμαρτίες στη γη!
Τυχερή..Ξέρω! Νομίζεις πως η τύχη
είναι για τους νικημένους.
Εγώ λέω και ξαναλέω
πως ειν' για δυνατούς.
Γι' αυτούς που δε 'φτιάξαν
χάρτες της ζωής.
Γι' αυτούς τους παλαβούς
που 'γελάν με σαχλαμάρες,
που δεν κουράζουν τη ζωή
με στρατηγικές και προσχήματα.

Για κείνους σου λέω.
Κείνους τους ανέμελους
που ξεχνιούνται
όταν εκστασιασμένοι κοιτάν
τα βεγγαλικά.
Γιατί την έσχατη εκείνη ώρα
-όταν ο ουρανός φορά καπέλο
τη φτιαχτή του ευτυχία-
οι ξεχασιάρηδες έχουν ήδη ζωγραφίσει
με την ψυχούλα τους
χίλια μύρια ηλιοβασιλέματα
στολισμένα με περίσσιες Ανατολές.

Αυτοί, είναι τυχεροί!
Τυχεροί που κατάφεραν
να διατηρήσουν αναμμένο
το φυσικό λαμπιόνι της χαράς.
Το φυσικό, όχι το άλλο
που καίει ύπουλα το μυαλό.

Τυχεροί σου λέω!
Κι ας έλεγες μια ζωή
πως η τύχη είναι για τους επιπόλαιους.
Γι' αυτούς που ρίσκαραν τη ζωή τους
στον χαροκαμένο τζόγο της μοίρας.
Όμως, εδώ είναι κι η μαγκιά τους φίλε.
Στο ρίσκο!
Στην ελπίδα πως κάποια μέρα,
η Ανατολή θα ξεπλύνει τις αμαρτίες
που έσπειρε ο Θεός στη γη!

Στην ελπίδα πως κάποια μέρα
ο Ουρανός
θα πετάξει την τρύπια σκούφια του
και θα γεννηθούν ξανά αστέρια.

Αμ, εδώ σε θέλω μάγκα μου.
Να τζογάρεις, κι ας φας τα μούτρα σου.
Χαλάλι τ' ουρανού να λες
και να προχωράς!
Χαλάλι..



Τρίτη

στις φωτιές του σύμπαντος

Θα ‘θελα απόψε να κάνω τη φωτιά μου να χορέψει.. Αγαπώ τη Φωτιά. Με διδάσκει. Μου θυμίζει τις στιγμές, με κάνει να ζω για τις στιγμές! της είπε σιγανά καθώς μεθυσμένος ακολουθούσε τις σκιές.

Με καταράστηκαν κάποτε οι φλόγες, όταν ευχήθηκα να πάω το χρόνο πέρα *πέρα απ’ τα δύσκολα. Κατοίκησε μέσα μου η ψύχρα.. Καταράστηκα κι εγώ τον εαυτό μου. Πόσο ανόητος ήμουν -αλήθεια- όταν ζήτησα στη φωτιά να με γλιτώσει απ’ τον πόνο.. Μα αυτή -η γλυκιά μου τιμωρός- ξέρεις τι έκανε; Μου όρμησε! Της είπα πως δεν αντέχω στα δύσκολα και μ'όρμησε!
Πονούσα καθώς καιγόμουν. Πονούσα καθώς οι φλόγες τύλιγαν την ψυχή μου. Πονούσα ουρλιά-ζωντας. Πονάς; Πονάς; μου φώναζε. Να είσαι ευγνώμων που πονάς. Πάει να πει πως αισθάνεσαι ακόμη. Απόψε έχεις κερδίσει ένα νέο αίσθημα. Του πόνου. Απόψε πλησίασες την αγκαλιά του κόσμου, των ανθρώπων, του σύμπαντος.. τέτοια μου ‘λεγε καθώς στοργικά με χτυπούσε.

Εκείνο το βράδυ, κάηκα ευτυχισμένος! Γι’ αυτό αγαπώ τη Φωτιά. Επειδή με διδάσκει. Μαζί της έμαθα να ζω τις στιγμές. Μαζί της μέθυσα μια βραδιά, κι  ακολούθησα το δρόμο για την ευτυχία. Μαζί της ωρίμασα το τέρας που κρύωνε μέσα μου. Μαζί της χάθηκα μια βραδιά σ’ ένα αδιέξοδο, καθώς βαδίζαμε στο δρόμο για την ευτυχία..

Αυτά της είπε κι έπειτα έσβησε πίσω απ’ τις στάχτες, τη στιγμή που η φωτιά άρχισε να χορεύει..

Ποιος ξέρει; Ίσως τελικά να βρήκε το δρόμο που ξεπλένει το σύμπαν..

Πέμπτη

αποχωρισμός *η αρχή του τέλους.

Ήταν μια εαρινή συμφωνία όταν οι ήχοι της φύσης παραδόθηκαν σε κείνη. Λίγες μέρες πριν τους αποχαιρετήσει η Άνοιξη. Λίγες μέρες πριν ο ίσκιος των δέντρων υποδεχτεί τις καυτές ορμόνες του Ηλίου. Ήταν μέρες πριν ξεψυχήσει η ομορφιά / ή μέρες αφότου ξεψύχησε για πάντα η ομορφιά. Εαρινή συμφωνία σου λέω. Μια αστείρευτη μελωδία. Κράτα τη στιγμή όσο ακόμα υπάρχει, της είπε μια μέρα ένας φίλος που τη γνώριζε καλά.. Τώρα ξέρει. Οι στιγμές δε θα αναπνέουν πάντα για μας.

Ήταν μια εαρινή συμφωνία όταν παραδόθηκε στους ήχους της φύσης. Λίγες μέρες πριν χωρίσει με την Άνοιξη.  Μάγεμα κι όνειρο η φύσις εκείνο το δειλινό. Πουλιά να χορεύουν πέρα δώθε. Καρποί στους θάμνους για να δίνουν τροφή στη σκέψη σου, μωρό μου. Στη θύμισή σου! Να (ανα)τρέφουν την ψυχή της μέσα σου. Ένα θαύμα παντοτινό. Ολότελα δικό της. Ο αέρας παρασέρνει τις θλίψεις. Οι θλίψεις γίνονται πουλιά, φεύγουν, πετούν μακριά. Κανείς δε λέει πότε θα ξανάρθουν. Απόλαυσε λοιπόν τη στιγμή -τη στιγμή μες στη συμφωνία του έαρος. Σε λίγες μέρες φεύγει η Άνοιξη, μαζί κι οι πεταλούδες. Φεύγουν όσα την κρατούσαν ζωντανή. Οι σκιές των δέντρων θα ενδώσουν ντροπιασμένες στις καυτές ορμές του Ηλίου. _μέχρι εδώ ήταν λοιπόν

Τα πουλιά. Άκου. Άκου τα πουλιά που εναρμονίζουν τη σιγή. Αυτό δεν είναι τυχαίο, μωρό μου. Τίποτα εδώ δεν είναι τυχαίο. Μην παραμυθιάζεσαι από τις νέες σου φίλες. Μην ακούς που λένε πως χαθήκανε τα πάντα, μωρό μου! Αυτή είν’ εδώ και συμπάσχει με τη φύση. Τα ερπετά λικνίζονται απάνω στο κορμί της. Τα σύννεφα απλώνουν τα όνειρά της στον ουρανό και τον βάφουνε στο χρώμα του αποχωρισμού: βαθύ μωβ. Αυτό ήταν το τέλος. Το τέλος της Άνοιξης. Η αρχή μιας καυτής εποχής. Η αρχή της ολοκλήρωσης. Η αρχή μιας νέας Αρχής.!


*Νέα τάξη πραγμάτων, μωρό μου.. Αυτά δε λένε οι νέες σου φίλες;_ 



Τρίτη

out(ofmymind)side

Όλη η ουσία
είναι δω:
στο να κρατήσουμε
έστω
το μυαλό μας
καθαρό,
άρτιο

Ας μη μιλάμε
Δεν κρύβεται
στο λόγο
η αλήθεια

Ας περιμένουμε*

Θα ‘ρθει μια μέρα που
θα φτιάχνουμε δεντρόσπιτα
και θ’ αναπολούμε
το θάνατο

καθώς οι αγκαλιές
θα ρουφάνε 

όλη την ουσία
του μυαλού



Περίμενέ με
Μη βιάζεις το ταξίδι_

Μη μιλάς

Δεν κρύβεται 
στο λόγο 
η αλήθεια.

ούτε στα δέντρα
φωλιάζει 
ο θάνατος

Κοίτα μη χάσεις
το εγώ σου
ανάμεσα στα δέντρα
και μισήσεις πάλι
τον εαυτό σου.

Να μισείς μονάχα
ό,τι σε φοβίζει..
Μ' ακούς;

Μη μιλάς καλύτερα.
Μια μέρα θα 'ρθει
τούτο το ανέραστο τέλος
που λαχταράς 
μα δεν ποθείς,
τούτη η απέραντη γαλήνη
τούτο το ατέλειωτο πιοτό
-η πολυπόθητη σιωπή-

Κάποτε θα σωπάσω.
Μ' αφού σωπάσω
θα με καταπιεί
η αισχρή σιωπή\
_φοβάμαι

"Να μισείς μονάχα
ό,τι σε φοβίζει.."


μίσησε το φόβο
μίσησε το φόβο
μίσησε το φόβο

Σώπα!
το σ' αγαπώ των δέντρων
είναι ύπουλο.

μην ψάχνεις άλλο την αλήθεια.
Θα 'ρθει σου λέω μια μέρα
που θα φτιάχνουμε δεντρόσπιτα
και θ' αναπολούμε το θάνατο
παρέα..

καθώς οι αγκαλιές
θα μας σωπαίνουν 
το νου-




Παρασκευή

Κύκλοι *Φαύλοι Κύκλοι*

Ξάφνου ενώθηκαν οι δισταγμοί μας
και γίνανε αστέρια.

Αστέρια που τρέχουν μακριά μας
Τα σώματά μας σπαράσσονται.
Διψούν για ομορφιά

Ουράνια ομορφιά*

Άντε τώρα να εξηγήσεις στους ανεπίδεκτους
γιατί το όμορφο είναι απαραίτητο.
Άντε να τους τραγουδήσεις τα δίκια των ανθρώπων
με φωνή χαμηλωμένη..

Πώς να εξηγήσεις στους 'ενήλικες'
το όνειρο ‘κείνο με τ’ αστέρια, 
που κολυμπούσαν σαν μικρές φάλαινες
στον κοραλλένιο ουρανό..

Πώς να εξηγήσεις σε μένα τη φυγή των άστρων;
Ακόμη δεν έχω καταλάβει γιατί τρέχουν μακριά μου.
Μονάχα ‘κείνο το μικρό μένει, το άσημο.
Εκείνο που πάλλεται σε φαύλους κύκλους.
Εκείνο που παραμένει αστέρι, όταν όλα τ’ άλλα αλλάζουν.
Εκείνο που δε θα πρόσεχε κανείς. Το -αόρατο- όμορφο!

Ξαφνικά με επαναφέρεις.
Όλα συνέβησαν για κάποιο σκοπό(;)

Ενώνονται ξανά οι αέναοι δισταγμοί μας
και γίνονται αστέρια, καθώς οι απορίες μου
στήνουν ξέφρενο χορό.
-Εξήγησέ μου σε παρακαλώ
για ποιο σκοπό τ’ άστρα τρέχουν μακριά
Από ποια παραβολή θελήσαν να το σκάσουν..

Πες μου..
για ποιο λόγο παλλόμαστε ακόμη
μέσα σε φαύλους κύκλους;



Πέμπτη

οικογενειακή θαλπωρή.

Ταξιδευτές μιας άθλιας,
ανιαρής ζωής.
Περιπλανόμαστε από κατάλοιπο 
σε κατάλοιπο
με σύντροφο το αίμα.
Το αίμα απ' τα δάκρυα
των δέντρων.
Το αίμα απ' τα χτυπήματα
της θάλασσας.
Το αίμα απ' τις καρδιές μας.
-
Τα πρωινά στα κατάλοιπα
είναι ίδια.
Ξεκινάνε με ποτήρια που σπάνε
Έπειτα συνεχίζουν με φωνές.
Φωνές που τσακίζουν
ό,τι ακέραιο έχει απομείνει.
Και κλείνουν άβολα
με ένα πιάτο φαΐ,
Με μας να μην αντέχουμε
Να κλαίμε.
Οι καρδιές μας σκίζονται
Μάχονται να επι-ζήσουν

Όμως, κανείς σου λέω
δεν ακούει.
Τα σπασμένα ποτήρια
κι οι φωνές τους
επιβάλλονται βίαια 
των ψυχών μας.

Θαρρούν πως τα θρύψαλα 
κοστίζουν περισσότερα
απ' τις ματωμένες μας καρδιές.

Κανείς δεν αντέχει σου λέω.
Μα όλοι συνεχίζουν
με ένα πιάτο φαΐ 
να τους παρηγορεί
και να τους ενώνει δειλά 
κάθε -κούφιο- μεσημέρι..



Τετάρτη

το Χάος που γεύτηκε η Άνοιξη

Την άνοιξη συνήθως ανθίζουν τα ποιήματα
Η λογοτεχνία παίρνει τη μορφή του έρωτα..
Μα είμαστε ήδη στα μισά
κι απόψε δεν έχω καμιά ιστορία να σου πω.
Μόνο μια, που μιλά για τα παιδιά
που κλαίνε τα βράδια στα παγκάκια.
Αυτή η ιστορία δεν είναι απ’ τη φύση της ερωτική.
Δεν μιλά για αρώματα
αλλά για μυρωδιές μυαλών που καίγονται.
Καλύτερα να μη στην πω,
γιατί θα σε διώξω απ’ το παραμύθι που ζεις.
Θα σε πάρω μακριά απ’ την άγνοια(!)  

Ίσως κρύβω κι άλλη μια ιστορία.
Να σ’ την πω;
Χθες βράδυ ερωτεύτηκα..
Ερωτεύτηκα τη γεύση του χάους
που μένει κολλημένη στο στόμα
μετά από κάθε σου φιλί..
Ίσως δεν πρέπει να το ξέρεις.
Μα είναι βλέπεις που, τη μία,
αντικρίζω στα μάτια σου την άνοιξη
και την άλλη,
κοιτώ κατάματα τα δάκρυα
όλων εκείνων των παιδιών.
Ίσως δεν θα ‘πρεπε να σ’ το ‘χα πει.
Ίσως δεν πρέπει να βγεις απ’ την άγνοια,
που αργότερα θα ονομάσουν «ευτυχία».

Είχες δίκιο τελικά.
Από 'δω ειν' η Άνοιξη
Από 'κει ο Έρωτας
και κάπου ανάμεσα 
το χάος*