Δευτέρα

(s).he's a real nowhere man

Δε μιλάς. Δεν ακούς.
Δε σε μάθανε ν' ακούς.
Μόνο να σωπαίνεις ξέρεις,
κι απ'τα δύσκολα να δραπετεύεις.

Πες μου ρε 
Ξέρεις ότι του απέναντι
του πήρε ο διάολος την ψυχή;
Ξέρεις ότι κάθε μέρα
πεθαίνει κι ένα παιδί του
μαζί με μια ελπίδα
και δυο-τρία όνειρα;

Έχεις προσέξει καθόλου
την κοπελιά που σου χαμογελά
στη στάση κάθε πρωί;
Ξέρεις τίποτα γι' αυτή;
Τί ξέρεις, άπραγε, μικρέ, μαλάκα;
Ήξερες ρε, ότι τη βίασαν οι μπάτσοι
στα δεκάξι;
Ήξερες ρε πως ακόμη το κάνουν
μέσ' απ' τους εφιάλτες της;

Πες ρε.
Ήξερες τίποτα 
για το κρυφό ημερολόγιο
που φυλά η μάνα σου με δάκρυα;
Ήξερες πως η ζωή της
δε συμβαδίζει με τα όνειρά της;
Πού να το ξέρεις,
άπραγε, μικρέ, μαλάκα!

Χτίσε ένα τείχος
και χώσου εκεί μέσα μαλάκα.
Να μην ακούς, να μη βλέπεις,
να μη γνωρίζεις, να μην καταλαβαίνεις.
Ν' ακούγετ' ένα κλάμα
και να μη δίνεις δεκάρα,
άπραγε, μικρέ, μαλάκα

Πες μου ρε.
Μπορείς να μετρήσεις τ' αστέρια;
Δε μπορείς μαλάκα.
Τ' άπειρα άστρα δε μετριούνται ρε.
Τα άπειρα όνειρα 
κι οι άπειρες ελπίδες
δεν ξεχωρίζουν απ΄τις πολύχρωμες νύχτες
και δεν πωλούνται 
σε ξέφρενα, φτηνά πορνεία
κι αδιάλλαχτα καπνοπωλεία ρε.

Πες μου κάτι τελευταίο
-δε στο ζητάω τυχαία
Πες μου αν με βρήκες ποτέ
-έστω, αν με συνάντησες τυχαία

Μην την κοιτάς ρε τη βροχή!
Σου μιλάω άπραγε, μικρέ, μαλάκα.
Μην κοιμάσαι ρε..
**
Καληνύχτα ρε.
Κοίτα να ονειρευτείς απόψε.
Άσε τ' όνειρο να σου γνωρίσει
το κορίτσι, τον απέναντι,
τη μάνα που πνίγει δάκρυα,
τα άπειρα αστέρια..κι εμένα.

Άσε τη βροχή του ονείρου
να μας σμίξει για μια φορά, 
έστω και τελευταία.
Απόψε ίσως με γνωρίσεις ρε
άπραγε, μικρέ, μαλάκα
εαυτέ.~
-
Κι όταν έρθ' η Ανατολή 
ας χαθούμε μαζί με τ΄όνειρο.
Γιατί με κάθε Ανατολή
εκτός απ'τις σκιές,
χάνονται κι οι δρόμοι.
Οι δρόμοι που περπατήσαμε 
.παρέα


Παρασκευή

"οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη, δραπέτευσα"

Πάρε φτερά και σπαθί
μα μην επιτεθείς.
Μην τραυματίσεις, μη σκοτώσεις.
Μονάχα κράτα το σπαθί
για να κόψεις τα φτερά σου
και να τα κρεμάσεις πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Απ’ τα κεφάλια των «φίλων»,
που μια μέρα θα σε δώσουν ψυχρά.
Θα σου επιτεθούν
Θα σε τραυματίσουν
Θα σε σκοτώσουν
κι εσύ με το σπαθί στα ματωμένα χέρια
θα καρτεράς τη λύτρωση.
Τη λύτρωση που πέταξες μαζί με τις κιθάρες
για να κρατάς τώρα όπλα, φόλες και σπαθιά.
Τη λύτρωση που όλο έρχεται
μα όλο και κάπου κολλάει.
Μες στο αίμα των γιορτών μας ίσως.
Μες στα τραγούδια τα πολυπόθητα,
τα απαγορευμένα μάλλον.

Κι εγώ, όλο καρφώνω το βλέμμα στα χέρια σας τα ματωμένα,
που με μίσος σκότωσαν τ’αδέλφια μου.
Όλο ρωτώ πού; Και γιατί; Και πότε;
κι όλο μένω με το βλέμμα καρφωμένο στα χέρια σας.
Στάζει το αίμα, σαν εκδίκηση.
Στάζουν τα δάκρυα, σαν παρηγοριά
και σαν προσευχή.


Πού πάνε άραγε οι δικές μας προσευχές όταν χάνονται;
Γίνονται πουλιά; Μαύρα πουλιά που δεν ξανάρχονται;
Και λέξεις; Λέξεις σφραγισμένες που δε θα ειπωθούν ξανά ποτέ;
Πού πάνε; Προς τα πού πετάνε;


Όλο λέω πού και γιατί
κι όλο καρφώνω το βλέμμα στα άγαρμπα πόδια σας
που με βία κλώτσησαν τα όνειρά μου.
Που με βία ποδοπάτησαν τα λίγα λουλούδια
που είχαν απομείνει στον κήπο μου.
Μα, όπως κι αν φαίνομαι απ’ έξω
από μέσα είμαι ακόμα κήπος.
Δεν μπορείτε να μου πάρετε τα άνθη της ψυχής.
Με κανένα όπλο.
Με κανένα σπαθί.

Όσο ζω θα σας ρωτώ
«Έως πότε θα είστε απάνθρωποι κύριοι;»
Θα σας ρωτώ, ώσπου να μην αντέχουνε τα μάτια μου
να βλέπουν πια τη μολυσμένη όψη σας..
Ετότε, θα πάρω ένα σπαθί, κι αυτή τη φορά θα κόψω τα κεφάλια σας.
Έπειτα θα τα κρεμάσω πλάι στα μαδημένα μου φτερά
κι από πάνω τους θα γράψω με μαύρα γράμματα:
«Η δικαιοσύνη σας μυρίζει φασισμό!»


 

Κυριακή

~Είδα να φεύγουν δυο πουλιά

Ρίχνεις το ζάρι και παραδόξως σου 'ρχεται ένα 7.
Αυτό σημαίνει πως έχεις χάσει; ή πως είσαι ασυνήθιστη;
-θα 'θελες πολύ να 'σουν ασυνήθιστη, τρομάρα σου-
Είσαι μια κοινή θνητή που χάνει σε όλα.
Όχι, δεν είσαι απ' τους χαμένους που τα παίρνουν όλα.
Είσαι απο κείνους που 'μάθαν να παίζουν τις ζωές των άλλων στα ζάρια.
Είσαι απ' αυτούς τους απατεώνες που δεν ξέρουν..
Που δεν καταλαβαίνουν.. Και που ποτέ,
ποτέ τους δε θα μάθουν.

Τώρα σε βρίσκω να στέκεσαι
στο μεγάλο της ζωής σου παραθύρι
-σαν να προσμένεις κάτι, σαν μια ελπίδα να σου δίνει κουράγιο
Κοιτάς τα πουλιά να φεύγουν.
Πάνε κι έρχονται. Χτίζουν σπίτια και χαλάνε οικίες.
Κάπως έτσι ήσουνα κι εσύ κάποτε.
Έχτιζες, έχτιζες συνεχώς. Κι έπειτα, χωρίς ντροπή, κατέστρεφες.
Όχι πως διψούσες για καταστροφή. Απεναντίας,
Διψούσες για δημιουργία.
Αν θες να δημιουργήσεις -έλεγες- κάτι καινούριο,
γερό, ουσιώδη κι απέραντο, πρέπει ν' απαλλαγείς απ' το παλιό.
Σε θυμάμαι σαν πλάσμα, όχι του πλανήτη, μα του σύμπαντος.
Σαν πλάσμα ελεύθερο. Κι ας σε κατηγορούσαν.
Κι ας έλεγαν πως είσ' αναίσθητη, εγωπαθής και ματαιόδοξη.
Κείνοι οι λίγοι το ξέρουν. Ξέρουν πως ποτέ δεν ήσουν έτσι.
Ξέρουν πως ήθελες το καλό ολονών, μα στο τέλος δε σου 'βγαινε,
διότι είχες ανεξίτηλες τάσεις (αυτο)καταστραφής.
Και τάσεις φυγής

Πότε θα ευτυχίσεις άραγε κι εσύ;
Θυμήθηκες ένα παλιό ποιηματάκι που σκαρώσατε παρέα:
«Η Ευτυχία είναι σαν τα πουλιά. 
Πάει, έρχεται και μόνο όταν βρει εύφορο έδαφος, στεριώνει..» 

Χαμογελάς.



















Τώρα πια ζεις, ζεις μόνο από ένα μικρό, τρελούτσικο όνειρο φυγής που συναντάς κάθε απόγευμα πια, έξω από το μεγάλο παραθύρι της ζωής σου, καθώς κοιτάς τα πουλιά να φεύγουν, ελπίζοντας πως κάποτε, είτε θα γυρίσουν και θα μείνουν, είτε θα σε πάρουνε μαζί τους μια για πάντα.