Τετάρτη

.Φεγγαρίσκος

κι ήρθε το φεγγάρι
γιομάτο με σιωπές
να ξεκουφάνει
τα άγαρμπα ξωτικά
δίνοντας ζωή 
στις δειλές επιθυμίες τους

.κι η πούλια λάμπει γρυλίζοντας.
για μια χαμένη πατρίδα.
για ένα θαμμένο μυστικό.
για έναν άγνωστο Θεό.
..και για μια γάτα
που κάηκε παρθένα

και τράβαγα φωτογραφίες στο χωράφι, 
για να θυμόμαστε τη μέρα
που η φωτιά έκαψε
τα μυαλά μας

Τρίτη

βιολετί.

Τα νύχια μου ήταν πράσινα
και τσιμπούσαν.
Σαν πεύκα.

Η αγκαλιά σου πάλι,
ήταν ακόμη ζεστή.
Σαν καλοκαιρινή αμμουδιά.

Μου πες:

"Γέλα. Και με το γέλιο σου,
ας ανασταίνονται τα ζωντανά.
Γέλα, για να μην πικραίνονται αυτά,
που ακόμη δεν έχουν γεννηθεί.."

Και τότε,
τα νύχια μου έγιναν μωβ.
Σου χάιδευαν τα μαλλιά,
σαν να 'ταν βελουδένια κυκλάμυνα..

Κι  αποκοιμήθηκες
και τα όνειρά σου
δε σου επέτρεψαν ποτέ
να 'ρθεις ξανά κοντά

Σκέφτηκα να κάψω μια για πάντα
τα όνειρα που σ' απομάκρυναν,
μα δεν είχα αυτό το δικαίωμα.
Έτσι, έστρεψα το βλέμμα αλλού
κι άρχισα να καίω
ό,τι πραγματικά μ' έκαιγε.



*έχω μέρες να γελάσω από τότε

Τρίτη

Ξεχαρβαλωμένες ευχές

Κείνο το απόγευμα έκανα μια βόλτα απ' το ξεχασμένο πηγάδι των ευχών.
Εν' αγόρι καθόταν λυπημένο.
Αμέσως κατάλαβα -ή έτσι νόμιζα- και του 'δωσα ένα κέρμα.
Το ρίχνει μέσα με χαρά.
Κλείνει τα μάτια.
Μάλλον ονειρεύεται συνειδητά.
Δακρύζει.

Βράδιαζε και το σκοτάδι απλωνόταν διάχυτο
γύρω απ' το πηγάδι των ευχών.
Ένας περαστικός ρωτάει τ' αγόρι
αν έχει κάπου να μείνει το βράδυ κι αυτό χώνεται στην αγκαλιά του.
Χάνεται κάπου εκεί μέσα. Ξαναδακρύζει. Πιο πολύ αυτή τη φορά!
"Είναι ψέμα κύριε. Πάλι μου 'παν ψέματα. Δε δουλεύει"
είπε μέσα απ' τους λυγμούς του τ' αγοράκι.
Ο ξένος κοιτάζει το παιδί με απορία
διότι τώρα κυνηγά μια πεταλούδα.
Μια παράξενη πεταλούδα, που βλέπει μόνο στα όνειρα!
"Ζήτησα να τη δω. Μόνο για λίγο. Θέλω να δει για τελευταία φορά το ηλιοβασίλεμα, και μετά ας ξαναφύγει.."
-
"Κόκκινος ο ουρανός. Κι η καρδιά μου κόκκινη, κύριε" συμπληρώνει το παιδί.

Κοίταγα κλαίγοντας εκείνη τη μαγική στιγμή.
Το αγόρι με είδε και με πλησίασε.
"Ξέρεις που πάνε οι ψυχές όταν πεθαίνουν.;"
[δεν απαντώ. μονάχα τον κοιτώ στα μάτια]
"Δε γνωρίζω σίγουρα, όμως νομίζω πως αυτή ζει εκεί πάνω, κι ας μην έφυγε ποτέ στ' αλήθεια.
.Θες να πάμε να δούμε μαζί το ηλιοβασίλεμα;"
***
"Να το! Κόκκινος ο ουρανός. Κι οι καρδιές μας κόκκινες.
Σαν πασχαλινές λαμπάδες.
Ξέρεις πού πάνε οι ψυχές όταν πεθαίνουν; Αυτηνής νομίζω ζει εδώ!"
.μου 'δειχνε με το 'να χέρι την καρδιά του και με τ' άλλο το ηλιοβασίλεμα.
Τα δάκρυά μου έγιναν λυγμοί. Δεν άντεξα.
"Μη λυπάσαι. Κλάψε. Αλλά σε παρακαλώ. Μη λυπάσαι!."

Όλο το βράδυ θυμάμαι,
μου μιλούσε για κάτι τρελό.
Για κάτι παλαβό.
Για την αγάπη.
Για τα ταξίδια με αερόστατο.
Για τα μπισκότα σοκολάτας
Και για την ανία της ζωής χωρίς τον κόκκινο ουρανό

Όλο το βράδυ, δεν είχα βγάλει μιλιά. Μόνο δάκρυα έχυσα.
Ούτε που κατάλαβα πως βρεθήκαμε βυθισμένοι
στο πηγάδι των ευχών μ' οδηγό τον ουρανό.
Ούτε που κατάλαβα πως το αγόρι έγινε άντρας
κι έπειτα ποτήρι με ποτό..

*Το μόνο που κατάλαβα είν' ότι στ' αλήθεια έκλαψα εκείνο το βράδυ, διότι ξύπνησα με βρεγμένα μάγουλα.




 ~κι αν θυμάμαι καλά, η αιτία όλου αυτού,
ήταν κάποια που την ελέγανε Ζωή
και που την ενόμισαν νεκρή