Πέμπτη

Όρτσα

Κι εκεί που όλα κυλάνε ομαλά, ξάφνου βραχυκυκλώνονται τα Σύμπαντα. Είναι εκείνη η μια στιγμή αναστεναγμού, που κάνει τ' άνθη της να μαραίνονται-

Μα όσα λουλούδια κι αν ξεριζώσουνε απ' την αυλή της, κείνη πάντα θα 'χει εύκαιρες στις τρύπιες τσέπες της, τις ακριβές της συλλογές. Συλλογές απ' τα ταξίδια της στα Σύμπαντα. Όλων των λογιών τα καρικεύματα, λουσμένα με αρώματα και μυρουδιές που κοσμούν τις αφίλητες στιγμές της. Και χρώματα. Χρώματα δανεικά από ανθρώπους που περάσανε, κεντώντας στην ψυχή της το σχήμα των ματιών τους. Ανθρώπους που περάσανε και δεν καθίσανε.

Μα τα Σύμπαντα βραχυκυκλώθηκαν, τα ταξίδια της γκρεμίστηκαν, και κείνη μετέωρη έμεινε να φυλά τις ακριβές της συλλογές. Τα αρώματα, τις μυρουδιές, τα κεντημένα στο κορμί της μάτια. Και μ' αυτά ταξιδεύει τώρα πια. Τι κι αν ναυάγησαν τα Σύμπαντα; Μέσσα απ' τα βλέμματα αυτών που πέρασαν, πλανιέται σε μέρη που περπάτησαν, άλλοι νοστάλγησαν και κάποιοι άλλοι απλα ονειρεύτηκαν. Τα ταξίδια τους, τα κάνει δικά της. Μέσα απ' την κάθε ματιά τους, αντικρύζει ένα νέο αύριο, ένα νέο κάτι που ανακαλύφθηκε προ πολλού, μα μοιάζει πρωτόπλαστο. Η κάθε φορά που πλανιέται μέσα απ' τα όνειρά τους, είναι παρθενική, σαν ν' ανοίγει τα βλέφαρα για πρώτη φορά. Ο κόσμος ποτέ δεν παλιώνει, ποτέ δε στερεύει. Τι να τα κάνει κανείς τα Σύμπαντα, άμα έχει τους άλλους; Οι άνθρωποι κάθε μέρα μεγαλουργούν, κι εκείνη αγαλιάζεται ταξιδεύοντας μαζί τους. Μέχρι και στο φεγγάρι έφτασε, μου 'ξομολογήθηκε κάποτε. Μη με ρωτάς όμως περισσότερα. Δεν τη γνώρισα καλά. Ήμουν κι εγώ μια απ' αυτούς που πέρασαν, που δεν καθίσανε πολύ. Μα τη ζηλεύω κι ας μην την ξέρω. Τη φθονώ και την ποθώ, όσο δεν πόθησα τον πιο κρυφό μου πόθο.

Τα βράδυα στενάζω, κάποιες φορές κρυώνω και δακρύζω. Μα έχω μάθει πια να μην απελπίζομαι, αφού στο νου μου φέρνω πάντα τις τελευταίες της κουβέντες: "Το δάκρυ καν' το φίλο σου, μοναδικό σου φυλακτό. Το δάκρυ κράτα δίπλα σου, γιατί μ' αυτό τον κόσμο θα ποτίσεις."
Έτσι λοιπόν - κάνω το κλάμα λίπασμα και καρτερώ να βλαστήσει ένας νέος κόσμος, ντυμένος με τις μυρουδιές της. Καρτερώ τη μέρα κείνη, που θα φωνάξω με όλη τη δύναμη των εξασθενημένων μου πνευμόνων "Όρτσα τα πανιά, ένα νέο άγνωστο γεννιέται!"

Να τους αγαπάς αυτούς που περνάνε και δεν κάθονται, μου 'πε για τελευταία φορά λίγο πριν ανηφορίσει. Να τους αγαπάς γιατί έχουν πλάκα. Τους άλλους, που τους ξες σαν την παλάμη σου, για που θα σε ταξιδέψουνε νομίζεις;

Κανέναν δεν θέλω να 'χω του χεριού μου, έκανα να της πω, μα πριν προλάβω να το ξεστομίσω, είχε ήδη ανηφορίσει_