Σάββατο

Ροδακινί πάθος

..
Κάπως έτσι γεννήθηκε το πάθος.
Κάπως έτσι μαρμάρωσα τις πληγές.
Βρήκα συμπαράσταση στα ρόδα της αμαρτίας. 
Ναι, είχαν περισσέψει κάποια.
-
Πάθος. Η ικανότητα του να νιώθεις με όλη σου την ψυχή.
Το πάθος και η οργή γεννήθηκαν μαζί. Συμπληρώνουν το 'να τ' άλλο.
Οργή. Όταν τα μάτια σου βγάζουν σπίθες και τ' αφτιά σου αφρίζουν.
Την οργή να την ακούς πότε-πότε. Ίσως να οφελεί.
Πάθος, οργή και πόθος.
Πάθος και πόθος.
Πόθος. Ποθώ. Θέλω κάτι αποκλειστηκά για μένα.*
Πάθος για Ειρήνη. Ελευθερία.
-
[Μπρρ. Ίσως φταίει η σύνταξη, αλλά εμένα, οι λέξεις κάποιες φορές με μπερδεύουν.]
-
Έτσι, αποφάσισα να μη μιλώ.
Περικυκλώνω μονάχα το πάθος με ρόδα από αμαρτίες. Και δε μου φεύγει ποτέ.
Το κάνω δικό μου.
*Με το "για μένα", εννοώ "για μας". Γιατί εγώ είμαι εγώ, κι ο καθένας ξεχωριστά. Εγώ είμαι ο κόσμος. Όχι, δεν είμαι ούτε ψώνιο, ούτε εγωκεντρική. Εσύ είσαι εγώ, κι εγώ είμαι εσύ. Απλά!

Πέμπτη

βιτρίνα και θρύψαλα

Κάθε μέρα:
Ώρα για δουλειά
ξέχνα μεμιάς τα ψεσινά.
Σα μαριονέτα πας για δουλειά
απ' το πρωί, απ' τις επτά.

Στο γραφείο:
Μιζέρια, Εξαθλίωση,
Υποκρισία, Καταπίεση.
Η ψυχή σου ζητά την αταξία,
μα εσύ σαν κούκλα σε βιτρίνα
υποτάσσεσαι σε αιώνια ησυχία.

Τέλος, συμπλήρωσες οχτάωρο.
Το στομάχι το πονάς
κι η γραβάτα σε σφίγγει
Πας σ' ένα σπίτι
που νομίζεις πως γνωρίζεις.
Μια γυναίκα σε φιλά
και σου βάζει να φας.
Τρως για μεσημέρι
και μια θλίψη σε δέρνει.
Να τελειώσεις θες τους ισολογισμούς
τ' αφεντικό να μην ακούς
να σε προσβάλλει, να σε βρίζει
λες κι εισ' ένα σκουπίδι.

Ξεχνάς τη δουλειά
γιατί το μωρό σου κλαίει,
μια ώρα δικιά σου
κάνει να κλέψει
Μα του φωνάζεις με οργή
"καν' υπομονή,
αύριο θα παίξουμε μαζί"

Νιώθεις ζαλισμένος,
απ' τις αόρατες φωνές 
των πάντων
είσαι καταδικασμένος.

Παρανοείς και κοιμάσαι
αύριο και πάλι καλά θα 'σαι.
Τη ζωή σου βάζεις σε βιτρίνα,
την ψυχή σε καραντίνα.

Ξυπνάς το βράδυ ιδρωμένος,
απελπισμένος, φοβισμένος..
Όνειρο είδες ζωντανό,
πως είχες πεθάνει μοναχός.
Ανακουφίζεσαι όταν βλέπεις
πως ήταν εφιάλτης στεγνός.
Μοιραία πέφτεις ξανά,
ευχόμενος να ονειρευτείς γλυκά
προαγωγή πως πήρες
και πολλά λεφτά.

Ευτυχισμένος νομίζεις πως είσαι
μα..ξύπνα επιτέλους ρε!
Το μωρό σου κλαίει
κι η γυναίκα δε σε θέλει.

Κι η ζωή σου εξακολουθεί
αβίαστα να κυλά
σαν ταινία παλιά
σαν πράξη φτηνή
σαν εχθρός
σαν εχθρός που σε καίει..

Φτάσαμε στο στάδιο το τελευταίο:
Χαμός_

Τώρα πια, 
δεν κοιμάσαι τα βράδια,
στο γραφείο τα σπας κομμάτια.
Μάτια σαν διαμάντια
έχεις στο κεφάλι
Βλέπω το ένα βλέφαρο
π' αστράφτει.

Την απόφαση την πήρες:
τη λογική υποβίβασες
και την ψυχή σου λύτρωσες
Την καρδιά σου κράτησες
και τη ζωή σου πίσω ζήτησες.
Κανείς δε στην έδωσε
μα δεν τη διεκδίκησες!

Οι άλλοι
σε περνάνε για τρελό
"ένας αποτυχημένος εφοριακός"
σ' απομονώνουν διαρκώς,
δε σε θέλουν πια λοιπόν..

Τώρα ολομόναχος γυρνάς,
παραμιλάς μες στα στενά.
Λίγη αγάπη αναζητάς
μα ίσως να 'ν' αργά.

Με τον ξοφλημένο σου εαυτό
τα βάζεις
που 'μεινες χρόνια να θαυμάζεις
το "εγώ" σου μες σε μια βιτρίνα,
που γυάλιζες σαν να 'ταν
περιουσία.

Και τελικά,
πεθαίνεις ξάφνου'
Παρέα έχεις μόνο
το χαοτισμό.
Εκείνον τ' ουρανού.

Καληνύχτα φίλε παλιέ,
γνώριμε,
αγαπητέ..

Αυτό που δεν πρόφτασες να μάθεις.
είναι πως ποτέ δεν είν' αργά
να ψάξεις γι' αγάπη
και ζωή.
Ίσως κρύβεις λίγο απ' τα δύο
βαθιά μέσα σου κι εσύ..


Τρίτη

το πάντρεμα

Μίλησα με τα σύννεφα
και μου 'παν ότι
την προσέχουν την καρδιά μου.
να μην ανησυχώ πια.
Την ξέχασα εκεί
σε μια προηγούμενή μου
περιπλάνηση.

~τα σύννεφα μου το είπανε, καρδιά μου.
τα σύννεφα.

Τραγούδησα χθες με τα κύμματα.
Άκουσα την ψυχή μου
να ξερνιέται πέρα-δώθε
χτυπώντας με μανία πάνω
στα αιώνια ακινητοποιημένα βράχια.
Την άφησα εκεί
σε μια απ' τις περιπλανήσεις μου.

~μου το τραγούδησαν τα κύμματα, ψυχή μου.
τα κύμματα.

Μίλησα κάποτε και με τον ήλιο.
Ρώτησα αν κρατάει αυτός
το παραμελημένο μου μυαλό
μα μου 'πε πως δεν το 'χει.
Χάθηκε λέει, 
μες στα όνειρα των δέντρων.

έτσι, λοιπόν.

Η καρδιά μου ξεχασμένη-
κρατά παρέα τ' ουρανού

Η ψυχή μου αφημένη-
φθείρεται σ' ακινητοποιημένα βράχια
Το μυαλό μου- 
στάχτη στη φύση.

κι εγώ, εδώ. 
μια ζωή να παραμένω
εδώ_



Κυριακή

Σαν Βροχή .η εξάρτηση.


Το νερό ήταν άπιαστο.
Σαν νότα.
Σαν ελευθερία.
Σαν όνειρο.

Το νερό είναι άπιαστο και κυλάει.

Έτσι ήταν 
και το κορίτσι που γνώρισα
στο  βασιλικό κήπο.
Τον κήπο εκείνο της Ζωής!
-Άπιαστο.
Σαν νερό που κυλάει..

Ο ήχος τ' αηδονιού 
ήταν αξεπέραστος.
Κι ο ήχος της αστραπής,
ξέσκιζε τις καρδιές μας.
Σαν άρνηση.

Εκεί στην αυλή.
Στη βασιλική αυλή της Ζωής
το νερό κυλούσε σιωπηλά.
Κυλούσε, σαν ανάμνηση..

Ανάμνηση όνειρο.
Όνειρο μουσική.
Και πάλι απ' την αρχή.

 Στην άκρη του δειλινού, με μια δροσοσταλίδα απ' το πρωί