Τετάρτη

μες στο soɐɥɔ του έρωτα














Και καθώς θα σκέφτεσαι εκείνη,
να παρακαλάς συγχρόνως τη Ζωή
να σου δωθεί για μια βραδυά,
με τα χιλιάδες όνειρά της συντροφιά
και τις πανάρχαιες-με άστρα στολισμένες-
ηδονές, που ξέρει να προσφέρει.

Μόνο για μια βραδυά σου λέω,
και μετά ας χαθείς
-ξέροντας έτσι, πως έχεις ζήσει-

Κυριακή

(α)ρώ(μα)τα~

Δύσκολος ο γυρισμός
σε αγκάλες ερμητικά κλειστές.
Πονάει πολύ
Χίλια μύρια αγκάθια
σου τρυπάνε κάθε μέρα την ψυχή,
μα πρώτη φορά πονάς τόσο.
Πρώτη φορά πονάς έτσι..

Πονά η απώλεια.

Πονά η απόρρηψη.

Πονά το καταραμένο σου το είναι*

-Είσαι μικρή κι ανόητη.
Παρ'τη σφεντόνα σου
και ξεκίνα να κυνηγάς όνειρα.
Σαν αυτά που πνίγηκαν(;) 
στον ωκεανό 
μαζί με τη δύση του Ηλίου.

Είσαι μικρή,

πολύ μικρή,

για να μιλάς για Θάνατο.

Είσ' ανόητη, πολύ ανόητη
για να κυνηγάς ακόμη 
μισοπεθαμένα όνειρα.

Και το ξέρω. 
Είναι δύσκολος -λένε- ο γυρισμός.
Γι'αυτό πάρ' τη σφεντόνα σου
και κυνήγα νέες αγκαλιές.
Και φτιάξε όνειρα
Είναι λυπηρό να ζει κανείς
δίχως όνειρα 
να του γλυκαίνουν την ύπαρξη.

Την επόμενη φορά
που θα βάλεις στο στόμα σου
το Θάνατο,
να θυμηθείς πως μετά από κάθε Δύση
υπάρχει μια νέ' Ανατολή.

Μην κλαις. 
ο ήλιος δεν πεθαίνει
όταν τον βλέπεις να σβήνει
μες στη θάλασσα.

 Αν ήταν εδώ το παιδί με τη σφεντόνα
θα σου 'λεγε
"να κοιτάς τη Δύση
και να ερωτεύεσαι." 

Κι έπειτα θα συμπλήρωνε
 "με κάθε νέα Αυγή
να ξαναγεννιέσαι"

πιο δυνατή,

με πιο πολλά όνειρα.

Και να θυμάσαι:
"Μην αφήσεις ποτέ αυτό που σε τρώει 
να χορτάσει.."   

Να ζητάς πάντα
φιλιά κόκκινα 
και να ρωτάς. 
να ρωτάς τους φτωχούς και τους πεινασμένους
γιατί 'κείνοι πάντα ήξεραν

αγάπη τι σημαίνει.. 

can you feel the Love inside?

Πέμπτη

οι ανθρώπινες σχέσεις(προσπάθεια#2)


Προσπάθησα να βρω κάτι αγνό
μα τούτη η λέξη κατοικούσε μόνο μες στα μάτια
τα δικά σου, τα γαλάζια, 

τα μικρά, 
τα για πάντα παιδικά.




Οι ανθρώπινες σχέσεις μοιάζουν με ατέλειωτο κυνηγητό.
Τις μισώ. Τις μισώ. Τις μισώ.
Πάντα όταν έρχομ'εγώ, συ φεύγεις
κι όταν εσύ έρχεσαι, εγώ απομακρύνομαι..
Μια ζωή, όταν κάποιος έρχεται,
καποιος άλλος φεύγει.
Οι ανθρώπινες σχέσεις έιναι ένα ατέλειωτο
και βάναυσο κυνηγητό.

Κι ας μας λέγαν οι παππούδες μας ότι
με κάθε τέλος και μια νέα αρχή
κι ότι όλα ξαναρχίζουν απ'το μηδέν.
Τίποτα δεν ξαναρχίζει.
Με κάθε τέλος κι ένα νέο τέλος που δεν έχει τέλος.

Θα σταθώ μια μέρα στο πεζοδρόμιο
και θα περιμένω. Θα περιμένω ώσπου να βρεθεί
κάποιος "παράξενος" περαστικός
και να μου μιλήσει "παράξενα" και να τον καταλάβω
γιατί είμαι κι εγώ "παράξενη" και να μ'αρέσει κιόλας
και να με πάρει-γιατί όχι-και μαζί του.

-Κι αν δεν περάσει ποτέ;
-Αν δεν περάσει ποτέ, σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πια
παράξενοι σε τούτη την πόλη(πράγμα τραγικέστατο!)
Τότε ίσως γίνω λουλούδι και πάω να ζήσω στ'αστέρια
όπως ο μικρός πρίγκηπας.
Και καθώς θα ψάχνω το δρόμο για τον ουρανό,
θα σκέφτομαι το πόσο παράξενη είναι τελικά αυτή η πόλη..
Κι οι άνθρωποι είναι παράξενοι. Θα το ΄χεις καταλάβει κι εσύ.
Όλα τα 'χεις καταλάβει εσύ..

Στα ματωμένα χέρια κρατώ φωτογραφίες απ'τους ωραίους καιρούς..
~Θα τις κρατήσω. Ίσως καταφέρω να γεμίσω τα χέρια μου τ'αδειανά
έστω και με χαρτί. Έστω και με κάτι άψυχο από σένα που θυμίζει όμως αγνότητα.
Αλλά τί περιμένεις, τέτοιοι που 'ναι οι άνθρωποι;
Μικρόψυχοι. Βολεμένοι. Ρηχοί. Ψεύτες. Αχάριστοι. Υποκριτές.

Πάντα το ήξερα. Αυτή η πόλη είναι τρομακτικά παράξενη
Ίσως γίνω στ'αληθεια ένα λουλούδι που φυτρώνει μόνο στ'αστέρια.
Όπως ο μικρός πρίγκηπας.
Οπως ο κάθε μικρός πρίγκηπας που σέβεται τον εαυτό του.

 Λοιπόν, αντίο. "Ίσως την Ανατολή, 
θα ιδωθούμε πάλι.."

Σάββατο

Καθώς τ'αστέρια πέφτουν*

Καθώς τ'αστέρια πεφτουν, ενώνονται με τα όνειρα των λουλουδιών τα μεσάνυχτα -τότε που οι λύκοι ντύνονται νύμφες του ανέμου και φοράνε τ'αποξηραμένο(!) άρωμα της Ελευθερίας το οποίο εξατμίζεται στον ορίζοντα μετά από κάθε φυσική απελευθέρωση.

-Πώς να μοιάζει άραγε η Ελευθερία;
-Κάποτε μοιάζει με κοπέλα ατίθαση κι όμορφη, οξύθυμη και καλοσυνάτη που ντύνεται με πολύχρωμα φορέματα και βάζει λουλούδια στ'αυτιά. Μπορεί να μοιάζει και μ'εκκεντρική έφηβη που βάφει τα μαλλιά πράσινα, τρυπά το πρόσωπο παντού και βάζει στις κλούβες αιώνια φωτιά!
-Ακούγεται υπέροχη η Ελευθερία..
-Έτσι την παθαίνουν οι περισσότεροι. Από ιστορίες που λένε τα φεγγάρια, νομίζουν πως είναι πάντα ακίνδυνη-μα δεν είναι.- Η Ελευθερία φανερώνεται και σαν μαυροφορεμένη γριά με φιδίσια μορφή που τριγυρνάει τα βράδυα και βάφει μαύρες τις ζωές των ανθρώπων. Ίσως πάλι να σε φυλακίσει, να σε κάνει κάτοχό της(τα λεγόμενα "δεσμά της Ελευθερίας")και τότε πρέπει να μάθεις να την αγαπάς και να την ξεχωρίζεις(!) για να σ'αφήσει πραγματικά ελεύθερο.
-Δεν καταλαβαίνω..
-Για παράδειγμα, φαντάσου πως είσαι μια αλυσοδεμένη κοπελα μες σε μια νοητή φυλακή κι έξω απ'αυτή βρίσκεται πράσινο, γέλια, αγάπη, ουρανός, δηλαδή ο Παράδεισος.
-Μα όντως είμαι μια τέτοια κοπέλα..
-Ναι, μα τούτη η κοπέλα δε μπορεί να βγει έξω διότι φορά αλυσίδες.
-Και ποιός κρατά τα κλειδιά;
-..το άλλο μισό του εαυτού της.
-Δε μπορούν να επικοινωνήσουν οι δυο -μισοί- της εαυτοι;
-Δεν ξέρω..γιατί δεν τους ρωτάς;
***
-Φεγγάρι μου, για μια στιγμή πριν, ένιωσα πως η τελευταία κοπέλα της ιστορίας μου μοιάζει λιγάκι..
-Αποκλείεται να 'σαι συ η κοπέλα της ιστορίας;
-Δηλαδή, εγώ είμαι η Ελευθερία προσωποποιημένη;
-Όχι μικρή μου. Δεν είσαι η Ελευθερία. Αλλά διαθέτεις τις κατάλληλες αισθήσεις για να καταφέρεις μια χαρά να μυρίσεις το μεθυστικό της άρωμα!
***
Κι από τότε που η Ζωή είχε κείνη τη συζήτηση με τη Σελήνη, -εκτός από το να μυρίζει την Ελευθερία- έμαθε να τη φορά και σαν άρωμα, όπως έκαναν οι λύκοι τότε που τ' αστερια ενώνονταν με τα όνειρα των λουλουδιών τα μεσάνυχτα. Τότε που υπήρχαν λύκοι. Τότε που υπήρχαν αστέρια. Πριν τα μεθύσει η Ελευθερία με τ'άρωμά της κι αυτοκτονήσουν!*

               

Πέμπτη

Το κορίτσι που φόραγε μαύρα


[…] Κάποιοι άνθρωποι καταφέρνουν να νικήσουν τη μίζερη Μοναξιά. Κάποιους άλλους όμως τους νικάει αυτή. Τους τρώει, τους ποδοπατάει, τους μοιράζει σαν φτηνές φυλλάδες στα καφενεία και τέλος, σβήνει τα βρώμικα τσιγάρα της πάνω στα λιπαρά τους δέρματα.

Η Μοναξιά λοιπόν. Ένα κορίτσι που φοράει πάντα μαύρα –γιατί έχασε λένε τους δικούς της όταν ήταν πολύ μικρή.- Η Μοναξιά. Ένα αλητάκι που κουλουριάζεται κάτω από άδεια παγκάκια και νεκροταφεία με ακαταλαβίστικες  επιγραφές απέξω. Η Μοναξιά. Η ολοκληρωμένη άρνηση της αυταπάρνησης. Η Μοναξιά. Η ασυναρτησία σε όλο της το μεγαλείο. Η Μοναξιά.  Ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις και μένει για πάντα. Είναι κρυφό φασιστόμουτρο η Μοναξιά. Σε κάνει ό,τι θέλει, αυτή κινεί τα νήματα, εσύ απλά ακολουθείς, είσαι στρατιώτης, είσαι το πιόνι στο γαμημένο το σύστημα, είσαι το «ναι, θα κάνω ό,τι πεις» και το «τα λέμε αργότερα» και ποτέ δεν τα λες αργότερα. Είσαι η ασυναρτησία σε όλο της το μεγαλείο!

Έχεις συνάψει ειρήνη με την εξουσία, είσαι ο ίδιος μια μορφή εξουσίας. «Τι γίνεται; Εσύ ποτέ δεν ήσουν έτσι.» Ξυπνάς όμως ένα πρωί και αντιλαμβάνεσαι πως πλέον είσαι! Είσαι φίλος της Μοναξιάς. Είσαι μαριονέτα. Είσαι ό,τι σιχαινόσουν. Είσαι μια μηχανή που δε λέει ούτε καλημέρα, ένας μεσήλικας που δεν έζησε, ένα μωρό που δεν τρώει σοκολάτες, ένας έφηβος που ανησυχεί για τα σπυράκια του, ένας γέρος που δεν τραγουδάει, μια μάνα που ‘χει παραμελήσει τον εαυτό της, ένας στρατός που σκοτώνει, ένας μίζερος, ένας κακόμοιρος, ένα πιόνι, μια λέξη. ΚΑΜΙΑ ουσία.
Είσαι γαμώτο, η ασυναρτησία σε όλο της το μεγαλείο.  

Καλά να πάθεις όμως. Σαν μην λογάριαζες για φίλη σου τη Μοναξιά. Στο ‘πα εγώ «μην την ερωτευτείς, θα σε πληγώσει, είναι πουτάνα η Μοναξιά..» Εσύ δε μ’ άκουγες!
Κάτσε τώρα στο άδειο παγκάκι, με τη Μοναξιά κάτω απ’ τα πόδια σου, μέχρι να ‘ρθει η επόμενη Ανατολή και να ερωτευτείς ξανά τη Ζωή.

Καλά δεν τα λέω εαυτέ; Ε, καλά δεν τα λέω;