Παρασκευή

σκιά της σκιάς της σκιάς

Μια σκιά χόρευε ανέμελη στο σεληνόφως τη ματωμένη εκείνη άνοιξη. Τα υγρά, κόκκινα άνθη δίπλα της, θαύμαζαν την ομορφιά και τη χάρη της. Οι καμπάνες ήταν βραχνές εκείνο το βράδυ -σα να θρηνούσαν- και το σκυλί της δίπλα γειτονιάς, δε ζητούσε φαγητό. Δε ζητούσε τίποτα.

Η σκιά, στο ένα χέρι κρατούσε τον ήλιο και στο άλλο το φεγγάρι. Δε μπορούσε να ξεχωρίσει ποιό απ' τα δύο ήταν πιο όμορφο, πιο λαμπρό, αλλά κράτησε την επιβλητικότητα του ήλιου -κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί. Έτσι, άφησε το φεγγάρι να φύγει. Μ' ένα γλυκόπικρο φιλί, το στέλλει στ' άστρα.
Στα χέρια λοιπόν, έχει έναν ήλιο, στο μυαλό έναν πλανήτη γη και στην καρδιά κάτι μικροσκοπικούς, διάφανους ανθρώπους. Τους αγάπησε. Όσο ζούσε, αγαπούσε. Τους ανθρώπους, τα ερπετά, τ' αστέρια..Κάπως έτσι έζησε όλη της τη ζωή. Κανένας όμως μέχρι σήμερα δεν τη θυμάται. Μόνο ένα κορίτσι. Ένα κορίτσι που την είχε δει τη ματωμένη εκείνη άνοιξη, πριν εξαφανιστεί. Ένα κοριτσάκι που τη ζήλεψε παράφορα. Κι ούτε που πρόλαβε να τη ρωτήσει εκείνο που της βασάνιζε το νου: Αξίζει; Αξίζει άραγε ν' αγαπά κανείς τους ανθρώπους;

Αν βρεθείς έξω μόνος, μια ματωμένη εποχή, ψάξε σε παρακαλώ για τη σκιά. Ίσως τη δεις να χορεύει παραληρώντας για τους χαμενους πλανήτες. Αν τη δεις, ρώτα την παρακαλώ, αν τελικά αξίζει.. Ρώτα την, πριν εξαφανιστεί και πάλι. Άμα σου πει, ψάξε να βρεις κι εμένα. Και πες μου. Προτού κι η δική μου σκιά για πάντα στο χρόνο χαθεί..























*Τα υγρά, κατακόκκινα άνθη, ειν' τα μόνα που μέχρι και σήμερα, θρηνούν την εξαφάνιση της σκιάς μιας σκιάς..

Τετάρτη

Στερνός λόγος

Στην προσπάθειά μου να κατα-πνίξω την ανεξήγητη μελαγχολία μου, έπεσα θύμα της συνείδησής μου, μπαίνοντας στη διαδικασία της σκέψης -τρομάρα μου- και της ανάλυσης. Τόσα πράματα και πάλι τίποτα. Η μια μέρα πατάει την άλλη. Έχει χαθεί η ροή. Κι αυτό, είναι κάτι που ήθελα. Απαλλαγή απ' τη ρουτίνα. Λοιπόν, απαλλάχτηκα. Κι όμως, με τίποτα δε 'φχαριστιέμαι. Τώρα πια ζητώ απεγνωσμένα ένα πρόγραμμα, μια τιμωρία, κάτι να με βάλει πίσω στο δρόμος της ρουτίνας, όπου δεν υπάρχει χρόνος για σκέψη, χρόνος για μπέρδεμα. Ποιος; Εγώ, που ανέκαθεν σιχαινόμουν τον οποιοδήποτε προγραμματισμό και την οποιαδήποτε μορφή ρουτίνας!
Δεν απαντώ κι ανησυχείς. Είσαι τόσο γλυκός κι εγώ τόσο απών. Μη φοβάσαι. Ακόμα δεν είμαι σωματικά νεκρή. Μην ανησυχείς. Δεν πεθαίνω τόσο εύκολα -τουλάχιστον όχι έτσι όπως εννοείς εσύ το θάνατο. Και δε φταις εσύ που χάνομαι, που δε με βρίσκεις. Φταίει η φθονερή σελήνη, μάλλον -της οποίας τα μάτια ζήλεψαν χιλιάδες εραστές κι αλληλοσκοτώθηκαν μετά γι' αυτά. Και δεν ξέρω και γιατί γράφω.. Αφού δε θα σου στείλω ποτέ αυτό το γράμμα -δε ζούμε δα και στο '60 για να στέλνω γράμματα. Ξέρεις όμως, εμένα μ' αρέσει. Έχει κάτι το ρομαντικό και το ελκυστικό -ξέρεις, η μανία μου με τις πεθαμένες εποχές.. Αυτές οι μπερδεμένες προτάσεις λοιπόν, ποτέ δεν θα φτάσουν στα χέρια σου. Θα το 'θελα αλλά...ξέρεις. Συγγνώμη που εξακολουθώ να μην απαντώ. Δεν το κάνω επίτηδες. Ελπίζω μονάχα πως κάποια μέρα, η σκιά της σκιάς μου θα γίνει πιο κατανοητή και αισθητή σε σένα. Σε ικετεύω, μην προσπαθήσεις ποτέ να με καταλάβεις με τα εγκεφαλικά σου κύτταρα, διότι τότε, μπορεί και να με μισήσεις. Και δε σου ζητώ να με στηρίξεις, ή να με λυτρώσεις -προς θεού! Μόνο να με κατανοήσεις. Μη με μισείς για όσα κατέστρεψα και για όσα προτίθεμαι να καταστρέψω ακόμα. Σου υπόσχομαι πως άμα βρω τον τρόπο και καταφέρω να φιλιώσω με το Χάος μου, θα 'ρθω να σε πάρω και θα χτίσουμε καινούρια. Δικά μας. Μόνο μη με μισείς. Συμπάθα με. Λίγο..

*Κι εσύ που διαβάζεις αυτό το γράμμα, μάλλον δεν θα βγάζεις νόημα. Μην παρεξηγηθείς μ' αυτό που θα σου πω, αλλά αυτό το γράμμα δε γράφτηκε για 'σένα. Ίσως, εν τέλει, να μη γράφτηκε και για κανέναν!..*