Δευτέρα

Όσους ο Θάνατος τους λάτρεψε

Ένα βράδυ που ο ήλιος βασίλευε, ο βοσκός κυνηγούσε πρόβατα.
Μαύρα πρόβατα που το σκάσαν απ’ το κοπάδι.
Πρόβατα σαν άσωτοι υιοί, με ισχυρές απόψεις και μηδαμινή τροφή. 
Μαύρα πρόβατα που φεύγουν σαν ακούν τον ήχο της φλογέρας, 
διότι ξέρουν πως άμα την ακούσεις υποτάσσεσαι 
και τα μαύρα πρόβατα μισούνε το μαντρί.
Το μισούν όπως μισεί η πεταλούδα τα ανόητα παιδιά 
που την χώνουν σ’ ένα μπουκάλι.
Το μισούν όπως μισεί η γάτα το λουρί 
κι όπως μισούν οι λεβέντες της φυλακής τα σίδερα
-κι ας λένε πως φτιάχτηκαν γι’ αυτούς. 
Τούτα τα πρόβατα μονάχα κρύβονται. 
Κάτω από τριαντάφυλλα και πίσω από παιχνιδιάρες τουλίπες. 
Αυτές λένε πως θα τα γλυτώσουν. 
Κρύβονται μέσα σε χαμόγελα παγωμένα
και χάνονται πίσω από λέξεις άηχες.

Ποιος; Ποιος θα τους το ‘λεγε πως το κουδουνάκι στο λαιμό θα τα πρόδιδε, 
κι ο -εχθρός- βοσκός θα εμφανιζόταν σαν πεινασμένος λύκος; 
Ποιος θα τους το ‘λεγε πως το κουδουνάκι εκείνο,
θα το χρησιμοποιούσαν αργότερα για να κρεμαστούν κάτω από χαμόγελα
και τριαντάφυλλα; 
Αιτία θανάτου: πνιγμός. ασφυξία.

Και τους τα ‘χε πει ο βοσκός:
«αν μπλέξεις ποτέ με λουλούδια, δε θα λυτρωθείς, 
θα εγκλωβιστείς. Ειδικά αν μπλέξεις με τουλίπες..τρέχα γύρευε»
Μα τούτα τα πρόβατα δεν έπαιρναν από λόγια. 
Το σκάσαν απ’ το κοπάδι. Είχαν ισχυρές απόψεις και μηδαμινό οξυγόνο. 
Τούτα τα πρόβατα δε μαγεύονται από τον ήχο της φλογέρας. 
Τούτα τα πρόβατα έτυχε να παραμυθιαστούν από λουλούδια, 
όπως παραμυθιάζονται οι λεβέντες,
πιστεύοντας πως τους πάει ένα κάγκελο μπροστά απ’ τα κεφάλια τους. 
Τούτα τα πρόβατα πιάστηκαν όπως πιάνεται η ανόητη πεταλούδα 
μέσα σε μπουκάλι με 0% αέρα.
Αιτίες θανάτων: Ασφυξίες. Πολλές ασφυξίες. γύρω-γύρω κι ανάμεσα.

Γι’ αυτό σου λέω, αν ποτέ το σκάσεις, 
μην κρυφτείς μέσα/κάτω ή γύρω από λουλούδια, 
γιατί θα σε προδώσουν,
όπως προδίδει ο βοσκός τα πρόβατα την ώρα της σφαγής.
Μη σε δελεάσουν, γιατί θα σε προδώσουν. 
Θυμήσου πως εκείνα είναι λουλούδια και μπορούν, μπορούν, μπορούν
Εσύ είσαι μονάχα το μαύρο πρόβατο,
με τη λιγοστή τροφή και τον μηδαμινό αέρα.

Φρόντισε να μην γράψουνε και για σένα τα τρελόχαρτα οι εφημερίδες:
«Αιτία θανάτου: Αναπόφευκτη ασφυξία
κάτω από καλοφτιαγμένο καλούπι σκληροτράχηλου φλοιού» […]

Τρίτη

μια φορα κι ενα φεγγαρι~

Θυμήσου εκείνο το φως που έμοιαζε με φεγγάρι.
Θυμήσου την ανάγκη σου ν’ απαλλαχθείς απ’ τη σκηνή που σε βάραινε
και σε πλάκωνε και σ’ ανάγκαζε να παίζεις το θέατρό τους. 
Θυμήσου το ουρλιαχτό σου τα βράδυα. 
Τα βράδυα που δεν είχαν αστέρια και φεγγάρια. 
Θυμήσου τις λέξεις, τις συλλαβές, τις ελπίδες 
που έβγαιναν σχεδόν βουβά(!) απ’ τα χείλια σου.

Τι να ήταν άραγε εκείνο το φως που ‘λεγαν πως είναι φεγγάρι; 
Θα μπορούσε να 'ταν. Δεν ξέρω πια.
Δεν ξέρω τίποτα πια.
Πάντως ξεχείλιζε -επικίνδυνα- την αυλαία.
Ναι. Ήταν η ανάγκη σου γι’ απελευθέρωση.

Μη με κοιτάς. Όσο κι αν το θες,
δε θα μπορέσεις ν’ απαλλαγείς απ’ το ρόλο που σου φορτώσανε-
Σ’ αναγκάσανε να παίξεις το θέατρό τους-
Αιχμάλωτος ήσουν μονάχα της φαντασίας τους-

Θυμήσου τα ελεηνά σου λόγια:
«Μη, λυπήσου με» και  «άσε με να φύγω» και «θα ξεχάσω το πάθος μου» και 
«θα ζω σύμφωνα με τους κανόνες σας» 
Όλες αυτές οι κούφιες και ύπουλες υπο-σχέσεις, 
‘γιναν στάχτη μέσα σε μια νύχτα που το φεγγάρι απουσίαζε_
Θυμήσου επιτέλους, πριν καταλήξεις κι εσύ ένας σωρός από στάχτη! 
Πρέπει να θυμάσαι ποιος στο καλό είσαι, 
γιατί ‘κείνους δεν τους βολεύει. 
Τους βολεύει μονο να σε πλάθουν, να σε χαλάνε, 
να σε ξαναφτιάχνουν και να σε χρησιμοποιούν. 
Γι’ αυτό σου λέω. Να θυμάσαι~

Κι εμείς μέσα σ’ όλα αυτά, μένουμε ίδιοι.
Ίδιοι σ’ ένα παραμύθι που αλλάζει
χωρίς την έγκρισή μας.
Ίδιοι σε μια ιστορία ξεχασμένη σε βιβλία σχολικά 

και ράφια σκονισμένα.
Από ανία γίναμε έτσι -να θυμηθείς τα λόγια μου
Από ανία θα πεθάνουμε
Από ανία θα μοιάσουμε σ’ αυτούς
Κι από πλήξη θα το συνηθίσουμε  


















Θ’ αναγεννιόμαστε μονάχα κάθε φορά που
θα κατορθώνουμε να φωτογραφίζουμε
με τις κόρες των ματιών μας
τα φεγγάρια.*

..τις νύχτες που τα φεγγάρια, 
θα μετράνε τις απουσίες μας.*