Σάββατο

Απεραντοσύνη

-Επιτέλους, φτάσαμε! Περίμενα πως και πως αυτή τη στιγμή. Ναι, τώρα πια νιώθω ελεύθερος. Από 'δω πάνω μπορώ να δω τα πάντα. Μπορώ να αιχμαλωτίσω μέσα στα δίχτυα μου την απεραντοσύνη..
-Ανόητε, μη συνεχίζεις.
-Μα γιατί παππού; Εσύ δε μου είπες ότι αν καταφέρω να φτάσω στο πιο ψηλό σημείο της γης, θα μπορώ να αντικρίσω όλο το σύμπαν;
-Ναι, όντως το είπα.
-Τότε, άσε με να απολαύσω το αίσθημα Ελευθερίας που κυλάει τόσο αβίαστα και τόσο φυσικά στις φλέβες μου.
-Κατρακυλάει, δεν κυλάει. Κατρακυλάει φιλόδοξα κι επικίνδυνα.
-Δε σε καταλαβαίνω παππού. Τόσο που προσπάθησα μέχρι να φτάσω στο πιο ψηλό σημείο της γης.. Θα 'πρεπε να 'σουν περήφανος για 'μενα.
-Και ποιός σου είπε μικρέ, πως είσαι στο πιο ψηλό σημείο της γης;
-Μα αφού μπορώ να δω τα πάντα από 'δω πάνω.
-Σαν τί βλέπεις δηλαδή;
-Να. Βλέπω τις ακτίνες του ήλιου που χορεύουν τρελά καθώς υποδέχονται το φεγγάρι
-Μόνο αυτό;
-Όχι! Μπορώ να δω τα κύμματα και..
-Τις νεράιδες, μπορείς να τις δεις;
-Ποιές; Τι λες παππού; Μεγάλωσα πια, δεν πιστεύω δα και στις νεράιδες.
-Αν δεν πιστεύεις στην ύπαρξη των νεράιδων, πως μπορείς [έστω] να πλησιάσεις την ουσία της Απεραντοσύνης; Τα κύμματα που βλέπεις να χορεύουν και να χάνονται σιγά-σιγά μες τον αφρό της θάλασσας, νομίζεις δημιουργούνται από μόνα τους και απ' το τίποτα; Όχι, βέβαια. Είναι κεντήματα νεραιδών με μεταξωτές κλωστές, βγαλμένες απ' τα όνειρά σου. Και το ηλιοβασίλεμα επίσης! Σ' αυτό βέβαια, βάζουν ολη τους την τέχνη. Όλη μέρα το κεντάνε για να μπορούν οι άνθρωποι ν' απολαμβάνουν ενενόχλητοι μια ώρα γνήσιας ομορφιάς.
-Δηλαδή παππού, θες να πεις πως ακόμη να φτάσω μέχρι την απεραντοσύνη;
-Ακριβώς. Και πολύ φοβάμαι μικρέ μου ότι αν δεν πιστέψεις σε κάτι τόσο απλό, όσο οι νεράιδες, δεν θα μπορέσεις ποτέ να πλησιάσεις [έστω] τη μαγεία του απέραντου.
-Τι πρέπει να κάνω για να καταφέρω να τις δω;
-Απλώς μη χάσεις την πίστη σου. Κι άμα καταφέρεις να τις δεις, μετά θα 'ναι εύκολο. Αυτές θα σε καθοδηγήσουν δείχνοντάς σου το σωστό δρόμο.

Ο μικρός έμεινε μέρες ολόκληρες κοιτώντας μια τα κύμματα και μια το ηλιοβασίλεμα. Η επιθυμία του να συναντήσει τις νεράιδες, ολο και φούντωνε μέσα του. Ώσπου μια μέρα τις ειδε, τις είδε στ' αλήθεια. Τραγουδούσαν καθώς κεντούσαν τα ονειρεμένα ηλιοβασιλέματα. Ένα φτερούγισμα ένιωσε στο στήθος του και ευθύς γύρισε να το πει στον παππού του.

-Παππού, παππού; Τελικά υπάρχουν νερ...Παππού; Που είσαι, αγαπημένε μου παππού;
Ο παππούς του μικρού είχε εξαφανιστεί. Τόσες μέρες ήταν εκεί, καθόταν μαζί του. Τωρα γιατί έφυγε; Γιατί τώρα..

Ο μικρός κοίταξε το σύμπαν και μια φωνή, γλυκιά σαν μελωδία ήχησε στην ψυχή του: "Τώρα έχεις τις νεράιδες μικρέ μου. Εμένα δε με χρειάζεσαι πια.." Τα δάκρυα άρχισαν να κοιλάνε χωρίς σταματημό στα ροδοκόκκινα μάγουλα του μικρού αγοριού.
-Σε χρειάζομαι παππού. Σε θέλω μαζί μου. Μη μ'αφήνεις..

Το αγοράκι σήκωσε το κεφάλι του και ξανακοίταξε το σύμπαν που τώρα απλωνόταν αλλιώτικο μπροστά στα μάτια του. Σαν να του φάνηκε πιο φωτεινό από πριν. Άθελα του, χαράχτηκε ένα αθώο χαμόγελο στο παιδικό του προσωπάκι. Μα ναι, τώρα ήταν σίγουρος. Ο παππούς του είχε γίνει κι αυτός ένα κομμάτι της απεραντοσύνης. Μια νεράιδα του 'κλεισε το μάτι και τον καληνύχτισε μ' ένα φιλί, παρόμοιο μ' εκείνα τα γλυκά φιλιά του παππού του. Το αγόρι, όλο το βράδυ έβλεπε στα όνειρά του την απεραντοσύνη του παππού. Τι ολοζώντανο όνειρο κι αυτό!..

Τώρα ναι, ήταν πλέον σίγουρος. Ο παππούς του είχε γίνει κι αυτός ένα μικρό κομμάτι της απεραντοσύνης...


Και τ' αγοράκι, δεν έμαθε ποτέ πως τις νεράιδες, δεν τις είχε συναντήσει ποτέ κανείς στ' αλήθεια, πως οι ιστορίες γι' αυτές ίσως να 'ταν ψέμα. Μα τί πείραζε, αλήθεια;  Ένα αθώο ψεμματάκι δεν έβλαψε ποτέ κανέναν! Λίγα χρώματα εμπλουτισμένα στο μυαλό και στην ψυχή, δεν έπνιξαν ποτέ κανέναν, Μόνο οι θηλιές κι οι άχαρες ψευδαισθήσεις ήταν ικανές να σκοτώσουν μια ψυχή. Κι ο παππούς το γνώριζε καλά. Γι' αυτό κι έπλασε τις νεράιδες στη φαντασία του μικρού. Όπως και να 'χει, είναι προτιμότερο ν' αποκοιμιέται κανείς με τ' όνειρο της απεραντοσύνης.



_Χρόνια τώρα μετά την ενηλικίωσή του, τ' αγοράκι δεν έχει μιλήσει ποτέ ξανά και σε κανέναν για την απεραντοσύνη. Ποιος ξέρει... Μπορεί να την κράτησε τόσα χρόνια ζωντανή μέσα στον ύπνο του, μπορεί να κατάφερε να πάει πιο πέρα κι απ' τ' απέραντο. Μα μπορεί και να την έπνιξε για πάντα. Ποιός ξέρει; Είναι τόσο βάρβαρος ο κόσμος των μεγάλων για ένα παιδάκι που συνήθιζε ν' αποκοιμιέται κάθε βράδυ με τ' όνειρο μιας κάποιας Απεραντοσύνης..



*Κι αυτό ήτανε κάτι που ο παππούς δεν το 'χε υπολογίσει/


Τετάρτη

Ο τελευταίος σταθμός

Καθόταν σ' ένα παγκάκι παρέα με την Ευτυχία. Δε μιλούσαν καθόλου η μια στην άλλη -δεν ξέρω γιατί. Η Ευτυχία ήταν χαμογελαστή κι αντάλλαζε κρυφές ματιές με τον ουρανό. Έπειτα, έκλεινε τα μάτια και το χαμόγελό της γινόταν ομορφότερο. Προσπάθησε για μια στιγμή να κάνει κι εκείνη το ίδιο. Όμως, δεν της ήτανε καθόλου εύκολο. Αντί να χαμογελάει, ένιωθε ότι ο ουρανός ήταν έτοιμος να πέσει να την πλακώσει.
Ίσως να έφταιγε το βάρος ενός ανεκπλήρωτου ονείρου. Ή ίσως να 'φταιγε η ανικανότητά της να διακρίνει τ' αστέρια, λόγω των τεχνιτών φωτων της τσιμεντένιας της πολιτείας..
Αφού παρακάλεσε το φεγγάρι να την τυλίξει ζεστά και να την πάρει μαζί του, έκλαψε. Κι έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε.. Βλέπεις, του 'χε αδυναμία του φεγγαριού. 
Η Ευτυχία την είδε και σπάραξε η ψυχούλα της. Της είπε: "Πάρε με σφικτά απ' το χέρι και μη μ' αφήσεις ό,τι κι αν συμβεί". Στην αρχή δίστασε, έπειτα όμως, έκανε εκείνο που η Ευτυχία της πρότεινε.

Πετούσαν. Δεν ήταν όνειρο. Όλο το βράδυ πετούσαν πάνω από θάλασσες και λιβάδια. Είδε το Άμστερνταμ, το Πόρτο Ρίκο, το Βερολίνο, την Αμμόχωστο..Είδε τα πάντα σε μια νύχτα. Περνούσαν δίπλα απ' τ' άστρα που της σκούπιζαν με στοργή τα όσα δάκρυα είχαν απομείνει στα μάγουλά της.

Ο τελευταίος κι ωραιότερος σταθμός όμως, ήταν το φεγγάρι. Να, ακόμη νομίζω ότι βρίσκομαι εκεί. 


Δε θα σε ξεχάσω ποτέ, πρόσκαιρή μου Ευτυχία. 
είπε κι αποκοιμήθηκε, αφήνοντας με ευχαρίστηση
το τελευταίο δάκρυ να κυλήσει.