Σάββατο

Τι να ειν΄αυτό που μας ενώνει; 


Της έμαθες ότι η ζωή δε μετριέται απ' τις αναπνοές που παίρνουμε, 
αλλά απ' τις στιγμές που ζούμε και μας κόβουν την ανάσα..
Δεν της έμαθες όμως το πιο αναγκαίο:
.ότι τις μεγαλύτερες ανάσες τις παίρνουμε όταν πονάμε.
Δεν της το έμαθες και κόντεψε να πεθάνει από έλλειψη οξυγόνου.
Σίγουρα, δε μπορείς και ν'αναπνέεις γι' αυτή.
Αναμφισβήτητα, έχεις κάνει πολλά γι' αυτή.

Με βάρκα την Ελπίδα


Θυμάσαι ένα παλιό τραγουδάκι που έλεγε:
"Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα";
Ας πάμε! Ας βρούμε τους ήχους, τα χρώματα, το φως! 
Ας τραγουδήσουμε αγκαλιά με τις παραπεταμένες μας κιθάρες!
Πάμε πίσω, στις μέρες τις αθωότητας,
τότε που δε βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε.
Ακολούθα κι εσύ τον αγριεμένο παφλασμό των κυμμάτων.
~Πάρε μια βαθυά ανάσα και φύγαμε για το άγνωστο, 
με βάρκα μια ξεχασμένη Ελπίδα.

Από ένα τίποτα*

Είναι τυχαίο που όλα τα ποιήματα μιλάνε για γαλάζιες πεταλούδες
και γαλάζια λουλούδια;
Είναι τυχαίο που ο τρελός μιλά για έρωτα; 
{Το τελευταίο δειλινό του Χειμώνα, βρίσκει τη μικρή Ζωή 
απορροφημένη στις σκέψεις της.}

-Αέρα, μ' αγαπάς;
-Τί ερώτηση είν' αυτή Ζωή;
-Μ' αγαπάς;
-Σ' αγαπώ.
Χαμόγελο μελαγχολίας σκιαγραφήθηκε στο πρόσωπό της, 
μα ο στοργικός αέρας, το διαγράφει μ' ένα φύσηγμα.
-Τί 'ναι τούτα Ζωή; Γιατί μελαγχολείς;
-Είναι που δε βλέπω πια γαλάζιες πεταλούδες.
-Είναι που κοιτάς πάντα σε λάθος μέρη, απαντά ο άνεμος με σιγουριά.

Η Ζωή δεν καταλαβαίνει. Κοιτάζει γύρω να βρει τον άνεμο, μα είχε φύγει. Είχε φύγει μαζί με το βαρύ Χειμώνα. Το κορίτσι θυμάται την τελευταία κουβέντα τ' αγέρα και παίρνει ύφος όλο απορία.. Αμέσως το μάτι της πέφτει στην κάμπια, μες στην άσχημη χρυσαλλίδα. Το σκουληκάκι μεταμορφώνεται σε πεταλούδα -σε μια γαλάζια πεταλούδα- κι η Ζωή μαγεύεται. Χορεύει για τη νέα γέννηση. "Πού 'σαι Άνεμε να δεις; Πού 'σαι να δεις γαλάζιο;" Τώρα γελά και τραγουδά κι η Δύση τη βρίσκει χαρούμενη.

~Η Ζωή τώρα καταλαβαίνει! Ήταν πλέον Άνοιξη.
Και με την Άνοιξη έρχονται οι πεταλούδες.
Απ' τα σκουλήκια γίνονται οι πεταλούδες.

















Κι ο Έρωτας;! Με την Άνοιξη έρχεται κι ο Έρωτας.
Απ' το τίποτα γεννιέται ο Έρωτας!*


Δευτέρα

παλεύω μ' ε(σ/μ)ένα

Είναι μέρες που πατάω γερά..
'μα είναι και μέρες που το νιώθω -το νιώθω- πως πεθαίνω.

Ξέρεις τι φταίει που γίναμ' έτσι;* Είναι που παραδονώμασταν στο πάθος και ξεχνάγαμε να μιλάμε, νομίζω. Αυτό μας πάει πίσω και μας γκρεμίζει..

Και φταις κι εσύ! που κάθεσαι στο στομάχι μου
σαν άλυτος κόμπος κάθε φορά που σε φέρνω στο μυαλό μου.

Και φταις κι εσύ! που μπαίνεις κρυφά μες στη βρωμερή καπνίλα του ονείρου μου
και μου μουρμουρίζεις τη φράση αυτή: "ό,τι είναι όμορφο, είναι κι απαραίτητο να υπάρχει.."
-και, πίστεψέ με, είνaι μία απ' τις λίγες φράσεις ονείρων που με σκιάζει ακόμη και στον ξύπνιο μου.

Και φταις κι εσύ! που μ' όλα τούτα που κάνεις με διαλύεις 
και με απογειώνεις
και με βάζεις πού και πού στη θέση μου. 
-αν ήξερες πόσο μου τη δίνει αυτό, δε θα το ξανάκανες.
 ~
Το ξέρω, το ξέρω ψυχή μου ότι είσ' αυτό που θέλω.
Μα σαν μικρό παιδάκι εμπιστεύομαι εκείνον τον κόμπο στο στομάχι,
που παίρνει πότε-πότε τη μορφή σου και μου λέει να τρέξω, να τρέξω μακριά..
-τον εμπιστεύομαι;

Πάντως, μου το 'χες πει. Οι μάσκες μια μέρα θα πέσουν.
Και να τες. Σέρνονται στο -γεμάτο γλίτσα- πάτωμα για να κρύψουν τη ντροπή
που πάει και κουρνιάζει σε κάθε χαρακτηριστικό του άμορφου προσώπου τους.
Φρίκη το θέαμα. Μα δυστυχώς, πραγματικότητα. Μια ολόφριχτη πραγματικότητα!

Κι εγώ τώρα σου λέω, ότι αύριο οι μάσκες θα ξαναφορεθούν
και θα με ξαναπουλήσεις
και θα σε ξαναδώ στον ύπνο μου
και θα μου ξαναπείς κάτι ωραίο, ποιητικό
και θα σε ξαναεμπιστευτώ
και θα με ξαναπουλήσεις 
και θα σε ξαναδώ στον ύπνο μου
και θα μου ξαναπείς κάτι ωραίο, ποιητικό 
και θα σε ξαναεμπιστευτώ
και θα λατρέψω ξανά την άπιαστη μορφή σου
.
Μα μέχρι τότε, 
θα 'χει ξημερώσει, έτσι? 
Πες μου πως θα 'χει ξημερώσει..

*Και φταίω κι εγώ. Φταίω, διότι δεν έχω τρυπήσει-ακόμα-
αυτόν τον σιχαμένο, το σιχαμερό εαυτό!