Σάββατο

σε (αν)ύποπτο χρόνο

Το ρολόι χτυπούσε μανιακά
"τίκι-τοκ, τίκι-τακ"
ραγίζοντας επιπόλαια τη σιωπή.
Αντηχούσε δυνατά
Σαν βιαστής που στη γωνιά καραδοκεί
περιμένοντας το επόμενο αγνό,
παρθένο θήραμα.
Σαν θαλασσόλυκος που
ξημεροβραδιάζεται ελπίζοντας
πως θ’ ακούσει κάποια μέρα

το τραγούδι των κυμάτων.
Σαν ένας μικρός παλιάτσος που 

έχει ξεχάσει
πώς να κλαίει.

Βλέπεις, υπάρχουν ακόμη
πράγματα που ο χρόνος
δε μπορεί να τσακίσει.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν,
όσες στιγμές κι αν χαθούν,
Οι βιαστές πάντα
θα περιμένουν
Οι θαλασσόλυκοι πάντα
θα ελπίζουν
Οι παλιάτσοι πάντα
θα κλαίνε κρυφά
Κι εγώ..εγώ 

πάντα θα χορεύω 
σε ρυθμούς μανιακού 
τίκι-τακ
σαν πτώμα που

το 'χουν ρυθμίσει
να κινείται στους ρυθμούς τους


-μα κάπου μακριά
θα υπάρχει πάντα
ένα παιδί
που θα κοιτάει επίμονα
τον Ουρανό.

Θα κρατά ένα μεγάλο ψαλίδι
και θα ‘χει ύφος

φονικό.
Η όψη του θα ‘ναι πάντα
εκεί -
μα η ψυχή του πάντα κάπου
αλλού -
 
..σε κάποια χώρα που τα ρολόγια
δεν έχουν δείκτες

κι ο χρόνος πεθαίνει ακαριαία
μόλις τον κόψεις
μ' ένα μεγάλο ψαλίδι

it's time to go~


Κυριακή

μεταμεσονύκτιες ακολουθίες


Εκείνο το βράδυ με τ' άπλετα σύννεφα, εκείνο το βράδυ που τ' άστρα είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης, εκείνο το βράδυ άνοιξαν καρδιές και καρδιές. Εκείνο το βράδυ, είχαν όλα ειπωθεί.με άλλο τρόπο. Ήταν ένα βράδυ που τα σύννεφα είχαν κρύψει τ' αστέρια. Ήταν ένα βράδυ, που άνοιξαν καρδιές.

-Άραγε το φεγγάρι, όταν τ’ αστέρια κρύβονται πίσω απ’ τους φόβους τους, νιώθει μοναξιά;

-Τί είναι μοναξιά;

-Μοναξιά είναι όταν κανείς δεν υπάρχει γύρω σου. Ή μάλλον, μοναξιά είναι να ‘σαι μες στο πλήθος, μα να μη μπορείς ν' αγγίξεις κανέναν. Μοναξιά είναι να ‘σαι ένα θαμπό αστέρι στον ουρανό. Μοναξιά είναι να ‘σαι λουλούδι σ’ ανοιξιάτικο λιβάδι μα να μη θες -να μη θες!- ν’ ανθίσεις.

-Και τα όνειρα;

-Τα όνειρα;

-Λέω, αν έχεις όνειρα πλάι σου που διώχνουν τους φόβους, που αποκαλύπτουν τ' αστέρια, που κάνουν τα λουλούδια να θέλουν ν' ανθίσουν, λογαριάζεσαι μόνος;

-Συγχώρα με για την αδιακρισία μου αλλά, τι είναι όνειρο;

-Όνειρο; Όνειρο είναι ένα φτερούγισμα, μια μουσική, μια (ανα)πνοή.

-Δεν είχα ποτέ μου όνειρο. Κι αν τα όνειρα είναι πράγματι όσα λες, τότε δεν είσαι μόνος. Αποκλείεται να νιώθεις μόνος. Όμως..Τα όνειρα δε φεύγουν; Δε σ’ εγκαταλείπουν;

-Μάλλον εσύ τα εγκαταλείπεις.

-Μακάρι να ‘χα φίλο ένα όνειρο, να μην το εγκαταλείψω ποτέ!

-Κι αυτό πώς;

-Θα κάνω τ' όνειρο αηδόνι. Αηδόνι με πληγωμένη φτερούγα. Λίγο μόνο..Τόσο όσο να μη μπορεί να πετάξει πέρα απ’ τα όρια της καλύβας μου. Να τραγουδά κάθε πρωί κι απόβραδο μόνο για ‘μένα. Να λέμε ιστορίες για τρομοκρατημένα αστέρια. Θα ‘μαι εγώ και τ’ Όνειρο!

-Λευτέρωσε τα όνειρά σου και θα λευτερωθείς, λένε. Όμως πρόσεξε μη γίνει το αντίθετο. Άμα σκλαβωθείς μέσα στο ίδιο σου το όνειρο, λένε.. Ασ' το καλύτερα.

Τετάρτη

στους νέους της αντίστασης.


«κι απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά.. 
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ώ χαίρε, Ελευθεριά» 
 -

Σ' ένα κλειστό γήπεδο λυκείου, ίσα που χωράνε μερικοί στίχοι του εθνικού ύμνου.
 Κάποιοι άλλοι φεύγουν σκαστοί απ’ τις πόρτες κινδύνου. 
Αυτοί -οι δραπέτες στίχοι- απλά αναφέρονται σε υποκριτικούς εορτασμούς και παρελάσεις. 
Δε νομίζω να χώρεσαν ποτέ -έστω και για μια στιγμή- στη συνείδηση 
της εθνικοφροσύνης. 

Στέκονται όλοι αμείλικτοι, σε στάση προσοχής. 
Ακόμα κι οι πιο «ανήσυχοι», αυτοί που βάζουν τις φωτιές τα ξημερώματα. 
Αυτή είναι η στιγμή που σηκώνω το κεφάλι μου δειλά και παρατηρώ τους πάντες
τόσο μεθοδικά πλασμένους, τόσο τέλεια ευπρεπισμένους, 
τόσο όμορφα τακτοποιημένους, τόσο τραγικά απροστάτευτους.. 
Σκύβω το κεφάλι κι απορώ. Ξέρουμε γιατί 'παλεύουμε';
Ξέρουμε για ποια ιδανικά μαχόμαστε; Έχουμε δικά μας ιδανικά;
 Σε τί πραγματικά πιστεύουμε; Γιατί είμαστε οργισμένοι;
Για ποια ελευθερία φωνάζουμε; 

Σηκώνω το κεφάλι ξανά. 
Το γήπεδο έχει σχεδόν αδειάσει. 
Τόσο κράτησε η αντίσταση. 
Για τόσο λίγο έζησαν τα ιδανικά που τους έχουν φυτέψει στο κεφάλι.
Για τόσο λίγο..

Ναι, δε λέω, σέβομαι φυσικά τους αγώνες,
την αντίσταση και το αίμα που χύθηκε κάποτε για την αξία της Ελευθερίας.
Τους σέβομαι. 
Αλλά σας εκλιπαρώ, ουδέποτε μη μου ζητήσετε να δείξω 
την οποιαδήποτε μορφή σεβασμού σ' εμάς, στους νέους της γενιάς μου,
στους νέους της «αντίστασης». 
Ουδέποτε.

Ίσως -λέω ίσως- αν φτάσουν ποτέ στην κόψη του σπαθιού την τρομερή, 
ίσως μόνο τότε θα σε κοιτάξουν περήφανα στα μάτια και
θα σε φωνάξουν με τ' όνομά σου,
Ελευθερία.

 Αλλά ακόμη απορώ. 
Για ποια ελευθερία βραχνιάζουν τέλος πάντων;!