Σάββατο

Μπορεί να ’ναι νεκρή

Κάπου μακριά, πέρα απ’ το κορμί μου, ακούω την Κατερίνα να μου φωνάζει πως έχασε τη φαντασία της. Έψαξα, Κατερίνα..μα έχασα κι εγώ το μυαλό μου στο ψάξιμο. Πρέπει να το παράτησα μέσα στη στάχτη που άφησαν όσοι ρούφηξαν τα ένστικτά μου. Στη στάχτη που λίγο αργότερα θα φυτέψουν στο κεφάλι μου, μετονομάζοντάς την «στόχους».

..Τη βλέπω να παραπονιέται ξανά. Λέει πως κάθε φορά που ακούει «Κατερίνα» τρομάζει. Το λέει τρεις φορές, μπας και δεν το εμπεδώσω απ’ την πρώτη. Κι εγώ τρομάζω. Τρομάζω στη συνειδητοποίηση της στέρησης του εαυτού μου. Όταν καταθλίβομαι, νιώθω πως δε μου ανήκω, Κατερίνα. Νιώθω πως χάθηκα μέσα στις άπειρες επιλογές του μέλλοντός μου, μέσα στο μηδαμινό χρόνο που μου διέθεσαν για να ζήσω το παρόν μου! Φαντάζομαι πως θα μου πεις κάτι παρηγορητικό, ίσως θα μου πεις πως δε φταίμε εμείς που μεγαλώσαμε, αλλά τα τέρατα που αφήσαμε να ζαρώσουν μέσα μας. Κάνω λάθος. Εσύ δε μου λες τίποτα. Μόνο μετά από αρκετή σιγή σ’ ακούω να μουρμουρίζεις με πνιχτή φωνή πως πρέπει να προσέχω επειδή ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια, πως ο στόχος είναι στο μυαλό. Πρέπει να ‘χω το νου μου, ε; Από τι να προσέχω όμως, Κατερίνα; Ποιος θα τολμήσει να μου ρίξει είτε στα πόδια, είτε στο μυαλό; Έχω το τρίπτυχο αγκαλιά να με προστατεύει: Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια! Είναι η πρώτη εικόνα που μου έρχεται στο νου, κι ας νιώθω πως έχω κι άλλες λέξεις μέσα μου που μάχονται να βγουν, κι όμως σαπίζουν άλαλες εδώ και καιρό… Τί περίμενες; Τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω. Είναι σα σημάδια στο σώμα μου που δε φεύγουν. Τα σημάδια απ’ τις θηλιές δε φεύγουν ποτέ, Κατερίνα. Ούτε απ’ τα φωτοστέφανα που γλίστρησαν και γύρω απ’ τα λαιμά μας έχουν γαντζωθεί. Αλλά τι λέω; Ξεχάστηκα.. Πρέπει να βρούμε τη φαντασία σου Κατερίνα, για να μη μαγειρεύεις κάθε μέρα πατάτες. Πρέπει να βρούμε και το μυαλό μου επίσης και να τα συναρμολογήσουμε. Ίσως φτιάξουμε το τέλειο, ίσως βρούμε τη σωτηρία, ίσως φτάσουμε στη λύτρωση.. Κατερίνα; Κατερίνα πού πήγες; Μ’ακούς;

Άφαντη η Κατερίνα. Στη θέση που καθόταν σκυφτή, βρήκα ένα μουσκεμένο σημείωμα. Είχε τίτλο «Θα ‘ρθει καιρός» κι έγραφε με κόκκινα γράμματα:

Δεν ξέρω -μην περιμένεις κι από μένα πολλά-
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
παρόλα αυτά Μαρία.