Πάει καιρός από τότε
που αντίκρισα τελευταία φορά
τον περήφανο άνεμο.
που αντίκρισα τελευταία φορά
τον περήφανο άνεμο.
Βαδίζω σε δρόμο
ανώμαλο,
στρωμένο με πέτρες
-από 'κείνες που
άμα σε πετύχουν στο κεφάλι
ανώμαλο,
στρωμένο με πέτρες
-από 'κείνες που
άμα σε πετύχουν στο κεφάλι
σε κάνουν να ξεχνάς
ποιός(;) είσαι-
Προορισμός: Κανένας
Παρέα: Ο Αέρας
Παρέα: Ο Αέρας
που απόψε δεν εισέρχεται.
Με διαπερνά και
μ' αφήνει με ένα ρίγος
που θυμίζει ενοχή
και αβεβαιότητα
και άρνηση.
Έννοιες που
άμα εισχωρούν βαθιά
μέσα σου,
σου σκίζουν την ψυχή
και πετάνε τα κομμάτια της
στα άδυτα της κολάσεως!
Σα να μη σημαίνουν
τίποτα.
τίποτα.
Απόμε όμως, ειν' αλλιώς.
Απόψε πάω κόντρα.
Κλείνω τα μάτια
και με φαντάζομαι
να καβαλάω ελεύθερη
τον άνεμο.
Απόψε αλλάζω πορεία
και πάω κόντρα.
-με μονάκριβο τίμημα
τις πληγωμένες κραυγές
των όσων αφήνω πίσω μου-
Αυτό έμαθα απόψε.
Ή ξεσκίζεις την ψυχή σου
κι αυτοεξορίζεσαι στην Κόλαση
για χάρη κάποιου άλλου,
για χάρη κάποιου άλλου,
ή ξαναγεννιέσαι
μέσα απ' τα θρύψαλα.
Τί λες εαυτέ;