Σάββατο

Μπορεί να ’ναι νεκρή

Κάπου μακριά, πέρα απ’ το κορμί μου, ακούω την Κατερίνα να μου φωνάζει πως έχασε τη φαντασία της. Έψαξα, Κατερίνα..μα έχασα κι εγώ το μυαλό μου στο ψάξιμο. Πρέπει να το παράτησα μέσα στη στάχτη που άφησαν όσοι ρούφηξαν τα ένστικτά μου. Στη στάχτη που λίγο αργότερα θα φυτέψουν στο κεφάλι μου, μετονομάζοντάς την «στόχους».

..Τη βλέπω να παραπονιέται ξανά. Λέει πως κάθε φορά που ακούει «Κατερίνα» τρομάζει. Το λέει τρεις φορές, μπας και δεν το εμπεδώσω απ’ την πρώτη. Κι εγώ τρομάζω. Τρομάζω στη συνειδητοποίηση της στέρησης του εαυτού μου. Όταν καταθλίβομαι, νιώθω πως δε μου ανήκω, Κατερίνα. Νιώθω πως χάθηκα μέσα στις άπειρες επιλογές του μέλλοντός μου, μέσα στο μηδαμινό χρόνο που μου διέθεσαν για να ζήσω το παρόν μου! Φαντάζομαι πως θα μου πεις κάτι παρηγορητικό, ίσως θα μου πεις πως δε φταίμε εμείς που μεγαλώσαμε, αλλά τα τέρατα που αφήσαμε να ζαρώσουν μέσα μας. Κάνω λάθος. Εσύ δε μου λες τίποτα. Μόνο μετά από αρκετή σιγή σ’ ακούω να μουρμουρίζεις με πνιχτή φωνή πως πρέπει να προσέχω επειδή ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια, πως ο στόχος είναι στο μυαλό. Πρέπει να ‘χω το νου μου, ε; Από τι να προσέχω όμως, Κατερίνα; Ποιος θα τολμήσει να μου ρίξει είτε στα πόδια, είτε στο μυαλό; Έχω το τρίπτυχο αγκαλιά να με προστατεύει: Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια! Είναι η πρώτη εικόνα που μου έρχεται στο νου, κι ας νιώθω πως έχω κι άλλες λέξεις μέσα μου που μάχονται να βγουν, κι όμως σαπίζουν άλαλες εδώ και καιρό… Τί περίμενες; Τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω. Είναι σα σημάδια στο σώμα μου που δε φεύγουν. Τα σημάδια απ’ τις θηλιές δε φεύγουν ποτέ, Κατερίνα. Ούτε απ’ τα φωτοστέφανα που γλίστρησαν και γύρω απ’ τα λαιμά μας έχουν γαντζωθεί. Αλλά τι λέω; Ξεχάστηκα.. Πρέπει να βρούμε τη φαντασία σου Κατερίνα, για να μη μαγειρεύεις κάθε μέρα πατάτες. Πρέπει να βρούμε και το μυαλό μου επίσης και να τα συναρμολογήσουμε. Ίσως φτιάξουμε το τέλειο, ίσως βρούμε τη σωτηρία, ίσως φτάσουμε στη λύτρωση.. Κατερίνα; Κατερίνα πού πήγες; Μ’ακούς;

Άφαντη η Κατερίνα. Στη θέση που καθόταν σκυφτή, βρήκα ένα μουσκεμένο σημείωμα. Είχε τίτλο «Θα ‘ρθει καιρός» κι έγραφε με κόκκινα γράμματα:

Δεν ξέρω -μην περιμένεις κι από μένα πολλά-
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
παρόλα αυτά Μαρία.







Κυριακή

Έτσι, για το χαλάλι*

Πως αφέθηκες να γελαστείς
απ' ένα τυχαίο πυροτέχνημα
κι απόψε;
Αφού το 'χεις μάθεις καλά
ότι σαν θεριεύει ένα ηλιοβασίλεμα,
τα βεγγαλικά
και τα λαμπιόνια
κι οι αγέλαστοι φωτοτεχνίτες
ολάκερης της πόλης
κυριεύονται και νικιούνται
από 'δαύτο!

Τυχερή ήταν η Ανατολή
που πρόλαβε να γεννηθεί
προτού προσάψει ο Θεός
αμαρτίες στη γη!
Τυχερή..Ξέρω! Νομίζεις πως η τύχη
είναι για τους νικημένους.
Εγώ λέω και ξαναλέω
πως ειν' για δυνατούς.
Γι' αυτούς που δε 'φτιάξαν
χάρτες της ζωής.
Γι' αυτούς τους παλαβούς
που 'γελάν με σαχλαμάρες,
που δεν κουράζουν τη ζωή
με στρατηγικές και προσχήματα.

Για κείνους σου λέω.
Κείνους τους ανέμελους
που ξεχνιούνται
όταν εκστασιασμένοι κοιτάν
τα βεγγαλικά.
Γιατί την έσχατη εκείνη ώρα
-όταν ο ουρανός φορά καπέλο
τη φτιαχτή του ευτυχία-
οι ξεχασιάρηδες έχουν ήδη ζωγραφίσει
με την ψυχούλα τους
χίλια μύρια ηλιοβασιλέματα
στολισμένα με περίσσιες Ανατολές.

Αυτοί, είναι τυχεροί!
Τυχεροί που κατάφεραν
να διατηρήσουν αναμμένο
το φυσικό λαμπιόνι της χαράς.
Το φυσικό, όχι το άλλο
που καίει ύπουλα το μυαλό.

Τυχεροί σου λέω!
Κι ας έλεγες μια ζωή
πως η τύχη είναι για τους επιπόλαιους.
Γι' αυτούς που ρίσκαραν τη ζωή τους
στον χαροκαμένο τζόγο της μοίρας.
Όμως, εδώ είναι κι η μαγκιά τους φίλε.
Στο ρίσκο!
Στην ελπίδα πως κάποια μέρα,
η Ανατολή θα ξεπλύνει τις αμαρτίες
που έσπειρε ο Θεός στη γη!

Στην ελπίδα πως κάποια μέρα
ο Ουρανός
θα πετάξει την τρύπια σκούφια του
και θα γεννηθούν ξανά αστέρια.

Αμ, εδώ σε θέλω μάγκα μου.
Να τζογάρεις, κι ας φας τα μούτρα σου.
Χαλάλι τ' ουρανού να λες
και να προχωράς!
Χαλάλι..



Τρίτη

στις φωτιές του σύμπαντος

Θα ‘θελα απόψε να κάνω τη φωτιά μου να χορέψει.. Αγαπώ τη Φωτιά. Με διδάσκει. Μου θυμίζει τις στιγμές, με κάνει να ζω για τις στιγμές! της είπε σιγανά καθώς μεθυσμένος ακολουθούσε τις σκιές.

Με καταράστηκαν κάποτε οι φλόγες, όταν ευχήθηκα να πάω το χρόνο πέρα *πέρα απ’ τα δύσκολα. Κατοίκησε μέσα μου η ψύχρα.. Καταράστηκα κι εγώ τον εαυτό μου. Πόσο ανόητος ήμουν -αλήθεια- όταν ζήτησα στη φωτιά να με γλιτώσει απ’ τον πόνο.. Μα αυτή -η γλυκιά μου τιμωρός- ξέρεις τι έκανε; Μου όρμησε! Της είπα πως δεν αντέχω στα δύσκολα και μ'όρμησε!
Πονούσα καθώς καιγόμουν. Πονούσα καθώς οι φλόγες τύλιγαν την ψυχή μου. Πονούσα ουρλιά-ζωντας. Πονάς; Πονάς; μου φώναζε. Να είσαι ευγνώμων που πονάς. Πάει να πει πως αισθάνεσαι ακόμη. Απόψε έχεις κερδίσει ένα νέο αίσθημα. Του πόνου. Απόψε πλησίασες την αγκαλιά του κόσμου, των ανθρώπων, του σύμπαντος.. τέτοια μου ‘λεγε καθώς στοργικά με χτυπούσε.

Εκείνο το βράδυ, κάηκα ευτυχισμένος! Γι’ αυτό αγαπώ τη Φωτιά. Επειδή με διδάσκει. Μαζί της έμαθα να ζω τις στιγμές. Μαζί της μέθυσα μια βραδιά, κι  ακολούθησα το δρόμο για την ευτυχία. Μαζί της ωρίμασα το τέρας που κρύωνε μέσα μου. Μαζί της χάθηκα μια βραδιά σ’ ένα αδιέξοδο, καθώς βαδίζαμε στο δρόμο για την ευτυχία..

Αυτά της είπε κι έπειτα έσβησε πίσω απ’ τις στάχτες, τη στιγμή που η φωτιά άρχισε να χορεύει..

Ποιος ξέρει; Ίσως τελικά να βρήκε το δρόμο που ξεπλένει το σύμπαν..

Πέμπτη

αποχωρισμός *η αρχή του τέλους.

Ήταν μια εαρινή συμφωνία όταν οι ήχοι της φύσης παραδόθηκαν σε κείνη. Λίγες μέρες πριν τους αποχαιρετήσει η Άνοιξη. Λίγες μέρες πριν ο ίσκιος των δέντρων υποδεχτεί τις καυτές ορμόνες του Ηλίου. Ήταν μέρες πριν ξεψυχήσει η ομορφιά / ή μέρες αφότου ξεψύχησε για πάντα η ομορφιά. Εαρινή συμφωνία σου λέω. Μια αστείρευτη μελωδία. Κράτα τη στιγμή όσο ακόμα υπάρχει, της είπε μια μέρα ένας φίλος που τη γνώριζε καλά.. Τώρα ξέρει. Οι στιγμές δε θα αναπνέουν πάντα για μας.

Ήταν μια εαρινή συμφωνία όταν παραδόθηκε στους ήχους της φύσης. Λίγες μέρες πριν χωρίσει με την Άνοιξη.  Μάγεμα κι όνειρο η φύσις εκείνο το δειλινό. Πουλιά να χορεύουν πέρα δώθε. Καρποί στους θάμνους για να δίνουν τροφή στη σκέψη σου, μωρό μου. Στη θύμισή σου! Να (ανα)τρέφουν την ψυχή της μέσα σου. Ένα θαύμα παντοτινό. Ολότελα δικό της. Ο αέρας παρασέρνει τις θλίψεις. Οι θλίψεις γίνονται πουλιά, φεύγουν, πετούν μακριά. Κανείς δε λέει πότε θα ξανάρθουν. Απόλαυσε λοιπόν τη στιγμή -τη στιγμή μες στη συμφωνία του έαρος. Σε λίγες μέρες φεύγει η Άνοιξη, μαζί κι οι πεταλούδες. Φεύγουν όσα την κρατούσαν ζωντανή. Οι σκιές των δέντρων θα ενδώσουν ντροπιασμένες στις καυτές ορμές του Ηλίου. _μέχρι εδώ ήταν λοιπόν

Τα πουλιά. Άκου. Άκου τα πουλιά που εναρμονίζουν τη σιγή. Αυτό δεν είναι τυχαίο, μωρό μου. Τίποτα εδώ δεν είναι τυχαίο. Μην παραμυθιάζεσαι από τις νέες σου φίλες. Μην ακούς που λένε πως χαθήκανε τα πάντα, μωρό μου! Αυτή είν’ εδώ και συμπάσχει με τη φύση. Τα ερπετά λικνίζονται απάνω στο κορμί της. Τα σύννεφα απλώνουν τα όνειρά της στον ουρανό και τον βάφουνε στο χρώμα του αποχωρισμού: βαθύ μωβ. Αυτό ήταν το τέλος. Το τέλος της Άνοιξης. Η αρχή μιας καυτής εποχής. Η αρχή της ολοκλήρωσης. Η αρχή μιας νέας Αρχής.!


*Νέα τάξη πραγμάτων, μωρό μου.. Αυτά δε λένε οι νέες σου φίλες;_ 



Τρίτη

out(ofmymind)side

Όλη η ουσία
είναι δω:
στο να κρατήσουμε
έστω
το μυαλό μας
καθαρό,
άρτιο

Ας μη μιλάμε
Δεν κρύβεται
στο λόγο
η αλήθεια

Ας περιμένουμε*

Θα ‘ρθει μια μέρα που
θα φτιάχνουμε δεντρόσπιτα
και θ’ αναπολούμε
το θάνατο

καθώς οι αγκαλιές
θα ρουφάνε 

όλη την ουσία
του μυαλού



Περίμενέ με
Μη βιάζεις το ταξίδι_

Μη μιλάς

Δεν κρύβεται 
στο λόγο 
η αλήθεια.

ούτε στα δέντρα
φωλιάζει 
ο θάνατος

Κοίτα μη χάσεις
το εγώ σου
ανάμεσα στα δέντρα
και μισήσεις πάλι
τον εαυτό σου.

Να μισείς μονάχα
ό,τι σε φοβίζει..
Μ' ακούς;

Μη μιλάς καλύτερα.
Μια μέρα θα 'ρθει
τούτο το ανέραστο τέλος
που λαχταράς 
μα δεν ποθείς,
τούτη η απέραντη γαλήνη
τούτο το ατέλειωτο πιοτό
-η πολυπόθητη σιωπή-

Κάποτε θα σωπάσω.
Μ' αφού σωπάσω
θα με καταπιεί
η αισχρή σιωπή\
_φοβάμαι

"Να μισείς μονάχα
ό,τι σε φοβίζει.."


μίσησε το φόβο
μίσησε το φόβο
μίσησε το φόβο

Σώπα!
το σ' αγαπώ των δέντρων
είναι ύπουλο.

μην ψάχνεις άλλο την αλήθεια.
Θα 'ρθει σου λέω μια μέρα
που θα φτιάχνουμε δεντρόσπιτα
και θ' αναπολούμε το θάνατο
παρέα..

καθώς οι αγκαλιές
θα μας σωπαίνουν 
το νου-




Παρασκευή

Κύκλοι *Φαύλοι Κύκλοι*

Ξάφνου ενώθηκαν οι δισταγμοί μας
και γίνανε αστέρια.

Αστέρια που τρέχουν μακριά μας
Τα σώματά μας σπαράσσονται.
Διψούν για ομορφιά

Ουράνια ομορφιά*

Άντε τώρα να εξηγήσεις στους ανεπίδεκτους
γιατί το όμορφο είναι απαραίτητο.
Άντε να τους τραγουδήσεις τα δίκια των ανθρώπων
με φωνή χαμηλωμένη..

Πώς να εξηγήσεις στους 'ενήλικες'
το όνειρο ‘κείνο με τ’ αστέρια, 
που κολυμπούσαν σαν μικρές φάλαινες
στον κοραλλένιο ουρανό..

Πώς να εξηγήσεις σε μένα τη φυγή των άστρων;
Ακόμη δεν έχω καταλάβει γιατί τρέχουν μακριά μου.
Μονάχα ‘κείνο το μικρό μένει, το άσημο.
Εκείνο που πάλλεται σε φαύλους κύκλους.
Εκείνο που παραμένει αστέρι, όταν όλα τ’ άλλα αλλάζουν.
Εκείνο που δε θα πρόσεχε κανείς. Το -αόρατο- όμορφο!

Ξαφνικά με επαναφέρεις.
Όλα συνέβησαν για κάποιο σκοπό(;)

Ενώνονται ξανά οι αέναοι δισταγμοί μας
και γίνονται αστέρια, καθώς οι απορίες μου
στήνουν ξέφρενο χορό.
-Εξήγησέ μου σε παρακαλώ
για ποιο σκοπό τ’ άστρα τρέχουν μακριά
Από ποια παραβολή θελήσαν να το σκάσουν..

Πες μου..
για ποιο λόγο παλλόμαστε ακόμη
μέσα σε φαύλους κύκλους;



Πέμπτη

οικογενειακή θαλπωρή.

Ταξιδευτές μιας άθλιας,
ανιαρής ζωής.
Περιπλανόμαστε από κατάλοιπο 
σε κατάλοιπο
με σύντροφο το αίμα.
Το αίμα απ' τα δάκρυα
των δέντρων.
Το αίμα απ' τα χτυπήματα
της θάλασσας.
Το αίμα απ' τις καρδιές μας.
-
Τα πρωινά στα κατάλοιπα
είναι ίδια.
Ξεκινάνε με ποτήρια που σπάνε
Έπειτα συνεχίζουν με φωνές.
Φωνές που τσακίζουν
ό,τι ακέραιο έχει απομείνει.
Και κλείνουν άβολα
με ένα πιάτο φαΐ,
Με μας να μην αντέχουμε
Να κλαίμε.
Οι καρδιές μας σκίζονται
Μάχονται να επι-ζήσουν

Όμως, κανείς σου λέω
δεν ακούει.
Τα σπασμένα ποτήρια
κι οι φωνές τους
επιβάλλονται βίαια 
των ψυχών μας.

Θαρρούν πως τα θρύψαλα 
κοστίζουν περισσότερα
απ' τις ματωμένες μας καρδιές.

Κανείς δεν αντέχει σου λέω.
Μα όλοι συνεχίζουν
με ένα πιάτο φαΐ 
να τους παρηγορεί
και να τους ενώνει δειλά 
κάθε -κούφιο- μεσημέρι..



Τετάρτη

το Χάος που γεύτηκε η Άνοιξη

Την άνοιξη συνήθως ανθίζουν τα ποιήματα
Η λογοτεχνία παίρνει τη μορφή του έρωτα..
Μα είμαστε ήδη στα μισά
κι απόψε δεν έχω καμιά ιστορία να σου πω.
Μόνο μια, που μιλά για τα παιδιά
που κλαίνε τα βράδια στα παγκάκια.
Αυτή η ιστορία δεν είναι απ’ τη φύση της ερωτική.
Δεν μιλά για αρώματα
αλλά για μυρωδιές μυαλών που καίγονται.
Καλύτερα να μη στην πω,
γιατί θα σε διώξω απ’ το παραμύθι που ζεις.
Θα σε πάρω μακριά απ’ την άγνοια(!)  

Ίσως κρύβω κι άλλη μια ιστορία.
Να σ’ την πω;
Χθες βράδυ ερωτεύτηκα..
Ερωτεύτηκα τη γεύση του χάους
που μένει κολλημένη στο στόμα
μετά από κάθε σου φιλί..
Ίσως δεν πρέπει να το ξέρεις.
Μα είναι βλέπεις που, τη μία,
αντικρίζω στα μάτια σου την άνοιξη
και την άλλη,
κοιτώ κατάματα τα δάκρυα
όλων εκείνων των παιδιών.
Ίσως δεν θα ‘πρεπε να σ’ το ‘χα πει.
Ίσως δεν πρέπει να βγεις απ’ την άγνοια,
που αργότερα θα ονομάσουν «ευτυχία».

Είχες δίκιο τελικά.
Από 'δω ειν' η Άνοιξη
Από 'κει ο Έρωτας
και κάπου ανάμεσα 
το χάος*



Σάββατο

σε (αν)ύποπτο χρόνο

Το ρολόι χτυπούσε μανιακά
"τίκι-τοκ, τίκι-τακ"
ραγίζοντας επιπόλαια τη σιωπή.
Αντηχούσε δυνατά
Σαν βιαστής που στη γωνιά καραδοκεί
περιμένοντας το επόμενο αγνό,
παρθένο θήραμα.
Σαν θαλασσόλυκος που
ξημεροβραδιάζεται ελπίζοντας
πως θ’ ακούσει κάποια μέρα

το τραγούδι των κυμάτων.
Σαν ένας μικρός παλιάτσος που 

έχει ξεχάσει
πώς να κλαίει.

Βλέπεις, υπάρχουν ακόμη
πράγματα που ο χρόνος
δε μπορεί να τσακίσει.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν,
όσες στιγμές κι αν χαθούν,
Οι βιαστές πάντα
θα περιμένουν
Οι θαλασσόλυκοι πάντα
θα ελπίζουν
Οι παλιάτσοι πάντα
θα κλαίνε κρυφά
Κι εγώ..εγώ 

πάντα θα χορεύω 
σε ρυθμούς μανιακού 
τίκι-τακ
σαν πτώμα που

το 'χουν ρυθμίσει
να κινείται στους ρυθμούς τους


-μα κάπου μακριά
θα υπάρχει πάντα
ένα παιδί
που θα κοιτάει επίμονα
τον Ουρανό.

Θα κρατά ένα μεγάλο ψαλίδι
και θα ‘χει ύφος

φονικό.
Η όψη του θα ‘ναι πάντα
εκεί -
μα η ψυχή του πάντα κάπου
αλλού -
 
..σε κάποια χώρα που τα ρολόγια
δεν έχουν δείκτες

κι ο χρόνος πεθαίνει ακαριαία
μόλις τον κόψεις
μ' ένα μεγάλο ψαλίδι

it's time to go~


Κυριακή

μεταμεσονύκτιες ακολουθίες


Εκείνο το βράδυ με τ' άπλετα σύννεφα, εκείνο το βράδυ που τ' άστρα είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης, εκείνο το βράδυ άνοιξαν καρδιές και καρδιές. Εκείνο το βράδυ, είχαν όλα ειπωθεί.με άλλο τρόπο. Ήταν ένα βράδυ που τα σύννεφα είχαν κρύψει τ' αστέρια. Ήταν ένα βράδυ, που άνοιξαν καρδιές.

-Άραγε το φεγγάρι, όταν τ’ αστέρια κρύβονται πίσω απ’ τους φόβους τους, νιώθει μοναξιά;

-Τί είναι μοναξιά;

-Μοναξιά είναι όταν κανείς δεν υπάρχει γύρω σου. Ή μάλλον, μοναξιά είναι να ‘σαι μες στο πλήθος, μα να μη μπορείς ν' αγγίξεις κανέναν. Μοναξιά είναι να ‘σαι ένα θαμπό αστέρι στον ουρανό. Μοναξιά είναι να ‘σαι λουλούδι σ’ ανοιξιάτικο λιβάδι μα να μη θες -να μη θες!- ν’ ανθίσεις.

-Και τα όνειρα;

-Τα όνειρα;

-Λέω, αν έχεις όνειρα πλάι σου που διώχνουν τους φόβους, που αποκαλύπτουν τ' αστέρια, που κάνουν τα λουλούδια να θέλουν ν' ανθίσουν, λογαριάζεσαι μόνος;

-Συγχώρα με για την αδιακρισία μου αλλά, τι είναι όνειρο;

-Όνειρο; Όνειρο είναι ένα φτερούγισμα, μια μουσική, μια (ανα)πνοή.

-Δεν είχα ποτέ μου όνειρο. Κι αν τα όνειρα είναι πράγματι όσα λες, τότε δεν είσαι μόνος. Αποκλείεται να νιώθεις μόνος. Όμως..Τα όνειρα δε φεύγουν; Δε σ’ εγκαταλείπουν;

-Μάλλον εσύ τα εγκαταλείπεις.

-Μακάρι να ‘χα φίλο ένα όνειρο, να μην το εγκαταλείψω ποτέ!

-Κι αυτό πώς;

-Θα κάνω τ' όνειρο αηδόνι. Αηδόνι με πληγωμένη φτερούγα. Λίγο μόνο..Τόσο όσο να μη μπορεί να πετάξει πέρα απ’ τα όρια της καλύβας μου. Να τραγουδά κάθε πρωί κι απόβραδο μόνο για ‘μένα. Να λέμε ιστορίες για τρομοκρατημένα αστέρια. Θα ‘μαι εγώ και τ’ Όνειρο!

-Λευτέρωσε τα όνειρά σου και θα λευτερωθείς, λένε. Όμως πρόσεξε μη γίνει το αντίθετο. Άμα σκλαβωθείς μέσα στο ίδιο σου το όνειρο, λένε.. Ασ' το καλύτερα.

Τετάρτη

στους νέους της αντίστασης.


«κι απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά.. 
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ώ χαίρε, Ελευθεριά» 
 -

Σ' ένα κλειστό γήπεδο λυκείου, ίσα που χωράνε μερικοί στίχοι του εθνικού ύμνου.
 Κάποιοι άλλοι φεύγουν σκαστοί απ’ τις πόρτες κινδύνου. 
Αυτοί -οι δραπέτες στίχοι- απλά αναφέρονται σε υποκριτικούς εορτασμούς και παρελάσεις. 
Δε νομίζω να χώρεσαν ποτέ -έστω και για μια στιγμή- στη συνείδηση 
της εθνικοφροσύνης. 

Στέκονται όλοι αμείλικτοι, σε στάση προσοχής. 
Ακόμα κι οι πιο «ανήσυχοι», αυτοί που βάζουν τις φωτιές τα ξημερώματα. 
Αυτή είναι η στιγμή που σηκώνω το κεφάλι μου δειλά και παρατηρώ τους πάντες
τόσο μεθοδικά πλασμένους, τόσο τέλεια ευπρεπισμένους, 
τόσο όμορφα τακτοποιημένους, τόσο τραγικά απροστάτευτους.. 
Σκύβω το κεφάλι κι απορώ. Ξέρουμε γιατί 'παλεύουμε';
Ξέρουμε για ποια ιδανικά μαχόμαστε; Έχουμε δικά μας ιδανικά;
 Σε τί πραγματικά πιστεύουμε; Γιατί είμαστε οργισμένοι;
Για ποια ελευθερία φωνάζουμε; 

Σηκώνω το κεφάλι ξανά. 
Το γήπεδο έχει σχεδόν αδειάσει. 
Τόσο κράτησε η αντίσταση. 
Για τόσο λίγο έζησαν τα ιδανικά που τους έχουν φυτέψει στο κεφάλι.
Για τόσο λίγο..

Ναι, δε λέω, σέβομαι φυσικά τους αγώνες,
την αντίσταση και το αίμα που χύθηκε κάποτε για την αξία της Ελευθερίας.
Τους σέβομαι. 
Αλλά σας εκλιπαρώ, ουδέποτε μη μου ζητήσετε να δείξω 
την οποιαδήποτε μορφή σεβασμού σ' εμάς, στους νέους της γενιάς μου,
στους νέους της «αντίστασης». 
Ουδέποτε.

Ίσως -λέω ίσως- αν φτάσουν ποτέ στην κόψη του σπαθιού την τρομερή, 
ίσως μόνο τότε θα σε κοιτάξουν περήφανα στα μάτια και
θα σε φωνάξουν με τ' όνομά σου,
Ελευθερία.

 Αλλά ακόμη απορώ. 
Για ποια ελευθερία βραχνιάζουν τέλος πάντων;!