Κυριακή

ένας ήλιος αλλιώς

Στων ημερών το πολύχρωμο βούισμα, εξατμίζεται και γίνεται δάκρυ*

Κι αν κάποτε βαστούσε στα χέρια πινέλα, ίσα με το μπόι δυο αλεπούδων, ήταν επειδή με πονηριά –και μαεστρία, μαχόταν να ζωγραφίσει στο πέπλο της ζωής έναν ήλιο. Έναν ήλιο τόσο μεγάλο, ίσα με το μπόι δυο γιγάντιων φασολιών. Θυμάται τα δειλινά και τ’ απόβραδα που ξημεροβραδιαζόταν στις όχτες των ποταμών, μπας και μέσα στην ατυχία του, συναντούσε κανένα αερικό –από κείνα των παραμυθιών- κι έπαιρνε φιλί αλλιώτικο, μεθυστικό. Η φαντασία κυλούσε σα ροδάνι, φουσκώνοντάς του τα μάγουλα, τα μυαλά, τα στήθια, την καρδιά. Ευτυχία το ‘λεγε το πάντρεμα των κρίνων με τα σύννεφα, των παρθένων νερών με τα βατράχια, της καρδιάς με το νου.. Ευτυχία ήταν η δημιουργία ενός ήλιου αλλιώτικου, λαμπρού. Ολημερίς τον έπλαθε, το βράδυ τον γκρεμούσε. Τον γκρεμούσε περίτεχνα, βάφοντας με τα πινέλα του γύρω-γύρω χιλιάδες αποχρώσεις του κίτρινου και του μωβ. Πανηγύρι χρωμάτων. Τα ‘δενε τόσο αρμονικά –με μαεστρία και πονηριά- που θαρρούσε καμιά φορά κανείς πως τούτο το παιδί, είχε όντως κλέψει κάποτε φιλί απ’ ένα μαγεμένο αερικό.

Ξάπλωνε που λες στα γρασίδια και χάζευε τον κρυστάλινο ουρανό. Μιλούσε με τα σύννεφα και πυρπολούσε τις σκέψεις του, τις σκέψεις που τον επανέφεραν στην πολιτεία, σε μια πολιτεία τσιμεντένια, όπου η άσφαλτος είχε γίνει τρόπος ζωής κι η ψευτιά συνήθεια. Το χειμώνα αναπολούσε τις πεταλούδες –τις γαλάζιες πεταλούδες- και την άνοιξη ζήλευε τους δυνατούς αέριδες που ξεκούφαιναν την άλλη άκρη της γης. Δεν ήταν ματαιόδοξο, δεν ζητούσε τα πάντα, δεν ήθελε να κυριαρχεί στα πάντα.. Είναι που να, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι ν’αγαπήσει περισσότερο. Είχε δυο πινέλα και μ’ αυτά ζωγράφιζε τον κόσμο. Σε κάθε μέρος της γης, έδιν’ από μία ομορφιά. Φρόντιζε να μην αφήσει καμιά γωνιά παραπονεμένη. Κι άμα περνούσε λίγος καιρός, έφερνε τον κόσμο ανάποδα –αλλού έστρεφε την ανεμελιά των πεταλούδων κι αλλού τη δύναμη των αέριδων. Ευτυχία τα ‘χε βαφτίσει ολ’ αυτά. Πύρινη ευτυχία.

                                                                       ***

ώσπου μια μέρα δεν ξαναφάνηκε στα λειβάδια. Τα πινέλα του πιάσαν σκουριά κι ο ήλιος έμεινε για πάντα θαμπός –δίχως περίτεχνες αποχρώσεις του κίτρινου και του μωβ να τον στολίζουν κάθε που πάει να βραδιάσει.

Άλλοι είπανε πως γυρνάει τη γη, πως κάθε εποχή πάει μόνο στα μέρη που μεταναστεύουνε οι πεταλούδες –οι γαλάζιες πεταλούδες- πως δεν θέλει λένε πια, τους αέριδες. Άλλοι πάλι λένε πως έχτισε το σώμα του κάτω απ’ το τσιμέντο της γκριζοφορεμένης πολιτείας και κάποιοι τρίτοι πως τον πήρανε τ’ αερικά μακριά, σε παραμύθια που ‘χουν ήδη ξεχαστεί κι αντικατασταθεί από εικονικά παιχνίδια και κουτιά που λένε(?) τις ειδήσεις.
Μα την αλήθεια την είδα κάποτε εγώ και θα σ’την πω: Τούτο το μικρό, μετανάστευσε μια για πάντα. Ανεγέρθη ψηλά στους ουρανούς, να κρατά παρέα στη σελήνη κάθε που ο ήλιος την περιφρονεί. Να λέει ιστορίες με τον δεύτερο και να γελάνε, κάθε που η σελήνη φλερτάρει με κανένα καινούριο αστέρι. Τα πινέλα τα παράτησε στη γη. Που και που τα γυροφέρνουν κάτι φιλόδοξοι ψαράδες που θέλουν να ξεφύγουν απ’ το ριζικό τους, μα μάταια. Δεν έχουν ετούτοι φαντασία. Το πανηγύρι δε φτάνει πια στη γη. Η πύρινη ευτυχία μετανάστευσε κι αυτή, δίχως να προειδοποιήσει τους φτωχούς, τους άμοιρους ανθρώπους πως έρχονται χειμώνες, βαριοί χειμώνες! Πως ο ήλιος δεν θα τους κάνει τη χάρη ν’ ανατέλλει κάθε μέρα, για να τον αποστρέφονται αυτοί, για να κρατάν ομπρέλες κάθε που το φως θα ενοχλεί τις κρυμμένες συνειδήσεις τους. 

Όμως, μη θλίβεσαι μικρέ μου και μη θρηνείς. Πώς θα μπορούσε τούτο το παιδί να σ’ αφήσει μοναχό στην εποχή που οι πάγοι βαραίνουν την ψυχή σου; Φυσικά και προνόησε για σένα, για μένα, για την τύχη μας. Το μυστικό του το 'γραψε πριν φύγει σ' ένα μικρό χαρτί που βρήκανε κάποτε οι φιλόδοξοι ψαράδες στην όχτη ενός ποταμού: "Άμα θες να εξιλεωθείς, εξατμίσου στων ημερών το πολύχρωμο βούισμα της πολιτείας, και γίνε δάκρυ(άνω τελεία) Κλάψε για τον κόσμο, κι ύστερα, με το ίδιο σου το κλάμα, πότισέ τον"

Αφού διάβασαν οι ψαράδες το χαρτί, γελάσανε, το σκίσανε, κι έπειτα 'ρίξαν τα πινέλα του στο βάθος του ωκεανού, λεηλατώντας έτσι, ό,τι μας ειχ' απομείνει απ' την πύρινη αλήθεια του κόσμου***

Και δεν είναι μόνο αυτοί. Κι εγώ που ήμουν μάρτις όλου ετούτου του πανηγυριού, έχω χάσει κάθε ελπίδα, βρικολάκιασα, κι έχω να δω τον ήλιο μέρες τώρα.. 

Κάπου-Κάποτε-Σε μια καυτή εποχή





















Μα ο ήλιος θ' ανεγερθεί μια μέρα      άναξ
και θα βάλει φωτιά στις θάλασσες, μαζί και στα τσιμέντα.
Ετότε θα γελάσουνε καγχακτικά ξανά οι ουρανοί_