Τρίτη

"Πάρε μ' απ' το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. -Δεν έχω χέρι. Δεν υπάρχει κόσμος"

Στον πάτο των κοινωνικών στρωμάτων
σε θυμάμαι,
να σέρνεσαι με περηφάνια
προκαλώντας τη λύπηση των ηθικόφρονων διεφθαρμένων

Δε θυμάμαι να ξαναϊδωθήκαμε από τότε.
Δε θυμάμαι καν την  όψη σου.
Ήτανε λιγάκι τσαλακωμένη. Και τρύπια.

Σιχαινόσουν έλεγες τη διαφθορά,
τη διαφθορά που σ' είχε σπρώξει αλύπητα στον πάτο.
Ήθελες είπες να βοηθήσεις τους αδύναμους,
τους φτωχούς, τους ταπεινωμένους, τους αναρχικούς
ολονών των αντιλήψεων.

Σε θυμάμαι να φωνάζεις σχεδόν στριγκλίζοντας
πως τη δύναμη των φτωχών, των πονεμένων,
δε θα μπορέσει ποτέ κανείς να τη τσακίσει,
πως η διαφθορά πρέπει να ξεσκιστεί απ' τη ρίζα της,
πως θα πρέπει να εκδιώξουμε τα κτήνη απ' το θρόνο τους.

Δε θυμάμαι να ξαναϊθωθήκαμ' από τότε.
Δε θυμάμαι καν την όψη σου.
Ήταν υπερήφανη. Και ματωμένη.
Θυμάμαι μονάχα κάτι ν' αστράφτει στο άμορφο βλέμμα σου.

Χθες το βράδυ που λες, είδα ένα όνειρο.
Ήτανε λέει ένα ανθρωπάκι, που στρίγκλιζε για δικαιοσύνη.
Πρόσταζε τους πονεμένους να το βοηθήσουν
ακολουθώντας το στον αγώνα του κατά της υψηλής απειλής.
Δεν είχε όψη. Δεν είχε πρόσωπο.
Μονάχα κάτι αστραφτερό στο άμορφο βλέμμα του

Έλεγε και ξανάλεγε:
Όποιος συμφωνεί με τον αγώνα, ας σηκώσει το χέρι του.
Κι όποιος δεν έχει χέρι να σηκώσει, ας ανοιγοκλείσει τα μάτια.
Κι όποιου πάλι, τυγχαίνει να του 'χουν βγάλει τα μάτια,
ας σφυρίξει κοφτά.
Κι αν τυχόν δεν είστε απ' τους τυχερούς, στους οποίους
έχει απομείνει στόμα, αλλά είστε αρκετά έξυπνοι ώστε να συμφωνείτε,
κάντε δυο στροφές γύρω απ' τον εαυτό σας
κι έπειτα γύρω απ' τους συντρόφους.

Τις επόμενες σκηνές δεν τις θυμάμαι καθαρά, το όνειρο όμως
τέλειωνε με τ' ανθρωπάκι να λέει -αυτή τη φορά με φωνή χαμηλωμένη:
Κι αν είστε από 'κείνους, που δεν τους έχει μείνει τίποτ' άλλο
παρά μια σφαίρα στο κεφάλι, χαμογελάστε από ψηλά και
κάντε πέρασμα μακρύ στους ουρανούς, να διαβήσουν άνετα οι επόμενοι συντρόφοι!

Όπως είπα, το ανθρωπάκι δεν είχε όψη, ή δεν τη θυμάμαι.
Είμαι όμως σίγουρη πως ήσουν εσύ. Εσύ, που ακόμη και νεκρός,
θέλησες από 'κει πάνω να κάνεις κουμάντο.
Είχες πάντα κότσια. Κι ας σ' είχαν τσακίσει. Κι ας σ' είχαν ματώσει.
Είμαι σίγουρη πως ήσουν εσύ, γιατί το πρωί που ξύπνησα,
κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και στο βλέμμα μου είχα κάτι αστραφτερό.
Τ' αναγνώρισα. Κι ας μην ήτανε δικό μου. Κι ας ήταν κάτι το ξένο.
Σα να 'νιωσα για πρώτη φορά αληθινά,
πως το βάρος της λάμψης εκείνης, έπεφτε στους ώμους μου.
Σα να 'νιωσα την υποχρέωση να την κρατήσω και να την κάμω λαμπρότερη.

Σα μαγεμένη λοιπόν, σήκωσα αυθόρμητα το χέρι μου,
ανοιγόκλεισα τα μάτια, σφύριξα κοφτά και διέγραψα δυο στροφές
γύρω απ' τον εαυτό μου κι έπειτα γύρω απ' τους αυριανούς συντρόφους.
Επειδή τυγχαίνει να 'χω χέρι, να 'χω μάτια, να 'χω πόδια και συντρόφους.
Ειμ' απ' αυτούς τους τυχερούς που δεν τους λείπει τίποτα. Τους ελεηνούς..

Κοίταξα ψηλά και στρίγκλισα "συμφωνώ" με μια δόση αποστροφής προς εμένα την ίδια.
Και κάπως έτσι αρχίζουν όλα πάντα. Με μια δόση αποστροφής. Και μια στριγκλιά.


Πέμπτη

Στην καρδιά του φεγγαριού
χαράχτηκαν εκείνα τ' απογεύματα
που η πλάνη μύριζε αλκοόλ 
και λίγα όνειρα
κι η αναπνοή χόρευε
εκστασιασμένη 
με τα χρώματα της απουσίας

Όταν χάνεις την επαφή
-την άυλη επαφή
με τον ουρανό σου
και το αιματηρό άγγιγμα τ' ανέμου
με τα σωθικά σου,
όσα τραγούδια οι γαλαξίες
κι αν σου τάξουν,
εσύ θα ξέρεις πως
οτιδήποτε δεν έχει σχέση
με τον ουρανό σου, 
είναι σπατάλη αναπνοής

Κι ασθμαίνω-
καθώς παλεύω με τη βροχή
αφού με κατηγόρησαν στυφνά
για πλάνη και φυγή
και σ' όλους τους μεγάλους κομήτες
ξεστόμισαν πως
εγώ ήμουν τ' αστέρι εκείνο
που χάθηκε μια νύχτα
απ' την ουράνια ζωγραφιά..

Πως τάχα εγώ παράτησα πρώτη
τους ανθρώπους
και 'σμίξαν μετά αυτοί
με τις σκιές

Εγώ λένε 
ειμ' τ' αστέρι που 'παψε
να κρατά συντροφιά
του φεγγαριού.
Μα το φεγγάρι είχε ξενιτευτεί
προ πολλού
-σ' τ' ορκίζομαι,
το είδα να φεύγει..

Και ματώνω-

Ματώνω όταν βλέπω
το πρόσωπό μου
να συγχέεται με την όψη 
του δικού τους
και τη φωνή μου
μες στη φωνή τους
να στριγκλίζει

Είμαι ένα βαμμένο κόκκινο
αστέρι που
αργοπεθαίνει_

Που αργοπεθαίνει λέω,
βάφοντας διψαλέα 
τις σιωπές σας

βάφοντας λυσσασμένα
τον τρύπιο ουρανό.
Το κόκκινο της ψυχής μου
στάζει πιο σ' ολόκληρο
το γαλαξία

σμίγουν αρμονικά
οι σιωπές σας
με τις φωνές μου,
τα πρόσωπά σας
με τις ψυχές μου,
παρατηρώ το αίμα μου
να βάφει με μαεστρία 
τον ουρανό σ' ένα τέλος
που δεν έχει τέλος
*
και ξάφνου,
ανορθώνεται εκείνο
που στο τέλος πάντα γαλήνια
πεθαίνει.
Σιγά-σιγά..
γεννιέται ένα ηλιοβασίλεμα

..γεννιέται η ψυχή μου

Κι απομακρύνομαι-
αφού με κάθε νέα γένεση, 
μαγνιτίζομαι όλο και περισσότερο 
με την ουράνια ζωγραφιά

και σβήνουν αιφνίδια οι ελπίδες μου
για ένωση _ μαζί σας




Δευτέρα

I can see how the mighty fff..boom!

Εκρήγνυνται οι λίμνες στα οριοθετημένα πάρκα
χορεύουν τα μυρμήγκια στα υπόγεια μέρη
και το φεγγάρι στέκει ακέραιο
σ' ένα μέρος που αγνόησες οικειοθελώς

Κι εσύ..εσύ ξεστράτισες, τυφλά πήγες και κάθισες
πίσω από βρωμερά μπουκάλια μεσαίου μεγέθους,
πάνω σε χάπια που 'χουν γίνει σκόνη
περικλείοντας ασφυκτικά το χώρο
κάνοντας τους οπαδούς τους ν' ασθμαίνουν άρρυθμα,
χαοτικά και λυπημένα.
Ξέρεις, δεν ειν' άσχημο το χάος
αφού κι οι αρχαίοι ημών προγόνοι πίστεψαν κάποτε στο αγαθό του.
Άσχημο, που λες, δεν ειν' το χάος,
μα τα μέσα που χρησιμοποιείς για να το νιώσεις.
Άσχημο ειν' το πρόσωπό σου άμα θλίβεται
-δήθεν- για τα υπαρξιακά μιας ζωής ανύπαρκτης,
βουτηγμένης στην παράνοια του νου.
Άσχημο είναι που πονάς.

..και δε μου καίγεται καρφί που πόνεσα κι εγώ μαζί
και π' ακόμα πονώ απ' την οσμή του κορμιού σου πάνω στο δικό μου
Δε μου καίγεται καρφί
Μου αρκεί που κατάφερα να προσθέσω ένα μικρό λιθαράκι 
αισιοδοξίας
στο πίσω μέρος του μυαλού σου
Αρκεί που σ' είδα για μια στιγμή 
να γελάς

Θα συνεχίσω την ανέγερση του μικρού,
αισιόδοξου ναού μου μέσα στο κεφάλι σου
και δε με νοιάζει αν το σώμα μου διαλυθεί για πάντα
απ' την οσμή σου
Δε με νοιάζει ακόμα κι αν γινώ αιθέρας
κι εξατμιστώ στα μέρη που πάντα αγνοούσες.
Δε με νοιάζει. 
Αρκεί να σε βλέπω να γελάς
κι ας ειν' το σώμα μου μακριά

Κι όταν κάποια στιγμή αντιληφθείς την ύπαρξη του μικρού ναού,
όταν θελήσεις να τον βαφτίσεις τ' όνομά μου
-επειδή δήθεν μου χρωστάς,
μη διστάσεις.
Μη λυπηθείς διότι τάχα θα 'μαι μακριά για να το δω.
Καν' το κι ορκίζομαι πως ο ουρανός *ο πρώτος ουρανός της γης, 
ο αέναος γαλάζιος, κι όχι ο τωρινός*
θα θελήσει να το μάθω.
Θα το ψιθυρίσει σ' όλα τα υπόγεια μέρη
και τότε..
Ω! τότες όλος ο κόσμος θα γυρίσει ευλαβικά ανάποδα
αφού μέσα σ' ένα πελώριο Σύμπαν,
εμείς θα 'χουμε καταφέρει να γελάμε και να δακρύζουμε
ταυτόχρονα_



Κι αν σου λένε πως ακόμα σ' αγαπώ, είναι ψέμα
αφού γίνηκα αιθέρας
κι οι αιθέρες ζωγραφίζουν μονάχα με ανύπαρκτα χρώματα, 

βλαστάρια του χαοτισμού*