Δευτέρα

Παράνοια Ευτυχίας


Βρισκόμαστε σ' ένα κρύο απόγευμα, ανήμερα Χριστουγέννων. Ο ήλιος, απών. Απ’ τον ουρανό, απ’ τις καρδιές μας, από παντού. Ένα παιδί περπατά ξυπόλυτο στο κρύο. Πού και πού ανάβει κανένα τσιγάρο για να ζεσταθεί, αλλά δεν του ‘μάθαν πως να το πίνει. Του καίει τους πνεύμονες, το μυαλό, την ψυχή. 
Και κρυώνει.

Στρίβει απ’ την πρώτη στροφή, μετά αριστερά, δεξιά κι όλο ευθεία. Πάει.. Αυτοί οι δρόμοι δεν οδηγούνε πουθενά. Μολύνθηκαν απ’ τ’ αυτοκίνητα κι έχασαν τον εαυτό τους. Τούτος όλος ο σουβάς πάνω απ’ το χώμα, δεν αφήνει τα δέντρα να φυτρώσουν, σκέφτεται το παιδί καθώς προχωρά. Τα σπίτια είναι όλα τόσο στολισμένα απ’ έξω, που δεν αφήνουν την απλότητα να φανεί και να κυριαρχήσει. Τους έχει κυριαρχήσει η ύλη κι ο Άης-Βασίλης που δε λέει να τα τινάξει! σκέφτεται το παιδί και προχωρά. Όλα τούτα του θυμίζουν παραμύθι. Κακοδουλεμένο παραμύθι, που ευνοεί μερικούς και κάποιους τους κάνει πέρα, σαν τα παλιά στολίδια του δέντρου που δεν αγαπήθηκαν ποτέ. Κοιτά ξανά τα πολύχρωμα λαμπάκια που κοσμούν τις ταράτσες των σπιτιών και το σώμα του αρχίζει να συσπάται. Τα μάτια του ερεθίζονται και πονάνε. Πονάει. Τα μάτια του πονάει. Πού να τ’ αντέξει τόσο φως; Κανείς δεν αντέχει τόσο φως.

Περπατά ξυπόλυτος στο κρύο, μυρίζοντας τα τζάκια των σπιτιών που σιγοκαίονται. Μπορεί να διακρίνει την αποκρουστική μυρωδιά των πτωμάτων τους. Των πτωμάτων που καίγονται οικογενειακώς γύρω απ’ το τζάκι. Μπορεί να μυρίσει τις ξεραμένες απ’ τη φωτιά συνειδήσεις τους.  Έτσι κάνουν τα Χριστούγεννα. Μαζεύονται όλοι μαζί και καίνε τις ενοχές τους. Κι αργότερα, όταν γυμνοί, ελεύθεροι από ανθρώπινες αξίες βγουν στο δρόμο, δεν παραλείπουν να δείξουν πόσο ευτυχισμένοι και 'φιλάνθρωποι' είναι. Σώματα που περιφέρονται άσκοπα. Μυαλά που ξεπούλησαν την ουσία για 15 μέρες γαμημένης χαράς(ευφορίας?). Ξαφνικά, όλα τους μοιάζουν αισιόδοξα. Ξαφνικά, θέλουν να προσφέρουν αγάπη. Ξαφνικά, αγαπάνε τα χρώματα. Ξαφνικά, όλοι κινούνται με τόσο γρήγορους ρυθμούς. Τόσο ξαφνικά, όλοι άρχισαν να υποκρίνονται. Μια παράνοια Ευτυχίας. Μια ιδιόρρυθμη κατάσταση απελπισίας. Ένας ανισόρροπος πόλεμος καλοσύνης..
Μα τον Άη-Βασίλη και τα 1000 ξωτικά, είναι τόσο δυστυχισμένοι;!

Μα..να που ένα παιδί, περπατά ακόμη ξυπόλυτο στο κρύο. Αφήνει τ’ αποτύπωμά του πάνω στο βρεγμένο απ’ τη βροχή χώμα. Κάποιος είπε ότι πάει στο μέρος που πάνε οι συνειδήσεις όταν καίγονται. Κάπου πολύ μακριά από δω. Ίσως δεν άντεξε άλλο εδώ. Ποιος ξέρει; Ίσως δεν άντεξε την τόση ευτυχία. 

_Άλλωστε, ποιος μπορεί ν’ αντέξει τόση Ευτυχία μέσα σε λίγες μέρες;_


*η μελαγχολική παρουσία του παιδιού, μέσα στις ευχάριστες μέρες χριστουγέννων, σβήνει καθώς ο ήλιος παραδίδει το θρόνο του ντροπιασμένος. Μα πού να πάει το παιδί; Όπου κι αν κρυφτεί, το αποτύπωμά του είναι ακόμη χαραγμένο πάνω στο βρεγμένο χώμα. Όπου κι αν εξοριστεί, πάντα θ' αφήνει σε μας τους λίγους(;) την αίσθηση του πικρού κουραμπιέ στο στόμα..

καβαλάρης τ' ανέμου

Πάει καιρός από τότε
που αντίκρισα τελευταία φορά
τον περήφανο άνεμο.

Βαδίζω σε δρόμο
ανώμαλο,
στρωμένο με πέτρες
-από 'κείνες που
άμα σε πετύχουν στο κεφάλι
σε κάνουν να ξεχνάς 
ποιός(;) είσαι-
Προορισμός: Κανένας
Παρέα: Ο Αέρας
που απόψε δεν εισέρχεται.
Με διαπερνά και 
μ' αφήνει με ένα ρίγος
που θυμίζει ενοχή
και αβεβαιότητα
και άρνηση.
Έννοιες που 
άμα εισχωρούν βαθιά
μέσα σου,
σου σκίζουν την ψυχή
και πετάνε τα κομμάτια της
στα άδυτα της κολάσεως!
 Σα να μη σημαίνουν
τίποτα.

Απόμε όμως, ειν' αλλιώς.
Απόψε πάω κόντρα.
Κλείνω τα μάτια 
και με φαντάζομαι
να καβαλάω ελεύθερη
τον άνεμο.

Απόψε αλλάζω πορεία
και πάω κόντρα.
-με μονάκριβο τίμημα
τις πληγωμένες κραυγές
των όσων αφήνω πίσω μου-

Αυτό έμαθα απόψε.
Ή ξεσκίζεις την ψυχή σου
κι αυτοεξορίζεσαι στην Κόλαση
για χάρη κάποιου άλλου,
ή ξαναγεννιέσαι 
μέσα απ' τα θρύψαλα.
Τί λες εαυτέ;
Θα τους κάνεις το χατίρι;
Θα δεχτείς να ξανα-
αυτοκαλουπωθείς;



Κυριακή

ΚΕΝΟ.

Αιωρείστε κυκλικά
σ’ ένα δωμάτιο χωρίς ταβάνι
σε μια γιορτή αδειανή από
συν-ειδήσεις. 
Βρωμάτε καπνίλα,
άγρια κι άμορφη.
Μοιάζετε κοιμισμένοι, ναρκωμένοι, 
κατακα(η)μένοι. 

Χορεύετε απάνω σε χώματα 
αιματοβαμμένα 
και ξεστομίζετε βρισιές 
ίδιες μ’ όλες τις βρισιές 
του αδιάλλακτου κόσμου.

Μα,

Σε μια γωνιά, κυκλική 
,σαν τις έγνοιες σας,
κοιμάται ένα κορίτσι που
μοσχοβολάει μενεξέδες.

Χορεύει μ’ έναν πράσινο ξένο
-που σας φέρνει αηδία-
σε λημέρια απάτητα
σε κάμπους απέραντους
που δε γνώρισε ποτέ κανείς.

Στα μάτια της αντανακλάται
ο έρωτας*
που σκίζει με χάρη
την ηλιοφορεμένη μέρα.

Προσφέρει ανελέητη ζάλη 
στο πέρασμά της.

*Κι εσείς ακόμα ψάχνετε
τη μυρωμένη της αύρα
μες στην απο-πνιχτική μυρωδιά
της ανάσας σας.
Μην αναρωτιέστε άδικα.
Άμα ρωτήσετε έναν πράσινο ξένο, 
θα σας διαβεβαιώσει πως
ο έρωτας δεν έσβησε
όταν ανάψατε την τηλεόραση.
Δεν τον ξεκάνατε
τόσο εύκολα

*
Κι εγώ/
Αιωρούμαι κυκλικά 
μες στο λαβύρινθο
των σκέψεών μου.
Πού χαθήκανε οι ξένοι;
Πού πήγε το κορίτσι που
μοσχοβολούσε μενεξέδες;
Θα επιστρέψουν άραγε κάποτε
-όταν οι διεστραμμένοι ήχοι
της τηλεόρασης
σωπάσουν;

Ουρλιάζω απορώντας.~

Toxico _ΟΥ(Κ)ρλιαχτό

Σάββατο

ένα παιδάκι φλέγεται*

ενα παιδί κοιτάει τον ήλιο.

Κρεμιέται απ' τις αχτίνες του
και κάνει τραμπάλα
πάνω απ’ τα διχασμένα όνειρα
των κούφιων πολυκατοικιών.

ένα παιδί κοιτάει τον ήλιο.

Βυθίζεται μέσα στο κίτρινο
κι ερωτεύεται την κάθε
ηλιαχτίδα.

ένα παιδί μιλάει στον ήλιο.

Το στόμα του ματώνει
και τα λόγια ερεθίζουν
την πιο μικρή ανάσα
του εκστασιασμένου πρωινού.

ένα παιδί κυνηγάει τον ήλιο.

Μα πώς να τον φτάσει;
Έχει τόσο πολύ απομακρυνθεί..

Πώς να τον φτάσει,
αφού έχει πλέον κι αυτό μεγαλώσει
κι έχει χάσει μέσα απ’ τα χέρια
τη ζωή;

Τα πρωινά δεν τραγουδάει πια.
 Τραυλίζει νότες.
Ζωγραφίζει ουράνια τόξα
που μένουν ατέλειωτα.
Τα μάτια του πετάνε σπίθες
κάθε φορά που αναστατώνεται.

Αναστα(ση)τωση*

Ένα παιδί που γνώριζα κάποτε
- στα χρόνια της Φωτιάς*
κυνηγούσε κάθε σούρουπο
τον Ήλιο.

Σήμερα, στις μέρες
της εξαθλίωσης και του κρύου,
-στην εποχή των Παγετώνων*
το ίδιο τούτο παιδί
καίγεται ευτυχισμένο.

Δεν κυνηγάει πια τον Ήλιο.
 Φωτίζει τη νύχτα
με τα μισοκαμμένα του 
όνειρα.

Είδες; Στο ‘χα πει.
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι
που ονειρεύονται.  

Μου το 'χες πει.
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι
που φλέγονται.

Είσαι ένα όνειρο που καίγεται.Ο.

εν.αλλαγή φωτός-δάσος σε χωριό που φλέγεται


Παρασκευή

h.U.gs*and kisses*everywhere

Ανέκαθεν ήμουν το άτομο που προτιμούσε τις αγκαλιές απ’ τα φιλιά.

Αγκάλιασέ με τρυφερά και θα σου χαρίσω τον κόσμο μου.
Φίλα με. Μα, μην το παρακάνεις. Μη μου μεταδώσεις τις αρρώστιες και τα κολλήματά σου.
Αγκάλιασέ με. Όπως καμιά μάνα δεν αγκάλιασε ποτέ το παιδί της.
Αγκάλιασέ με. Όπως κανένας εραστής δεν αγκάλιασε ποτέ το ‘εγώ’ του.
Αγκάλιασέ με. Σαν να ήμουν βαμβάκι τρυφερό, ζωσμένο με συν-αισθήματα

Αναμφισβήτητα είμαι το άτομο που προτιμά τις αγκαλιές απ'τα πάντα.

Αγκάλιασέ με σφικτά -απόψε δε θέλω να σου φύγω.
Αγκάλιασέ με σφικτά -τόσο σφικτά ώστε να μη μπορώ ν' αναπνεύσω.
  Αγκάλιασέ με σφικτά -τόσο σφικτά έως ότου ξεψυχήσω το ίδιο στοργικά μες στα χέρια σου.
Τόσο σφικτά, έως ότου ξεψυχήσω παρασυρμένη και παγωμένη σε
αιώνια στάση αγκαλιάς.

Γιατί παντοτε(?) θα ‘μαι άτομο που αγαπά/σιχαίνεται
τις σφικτές/αποπνικτικές αγκαλιές!


Σάββατο

Ένα μικρό, μπλε χαπάκι για την υπέρταση και..αντίο ανικανότητα*

Έτσι γίνεται τώρα πια. Στον πρώτο μήνα σε πιάνει αυτός ο κόμπος στο στομάχι και δε μπορείς να κάνεις σκέψη χωρίς να 'ρθει και να τη διαλύσει. Κι αυτό νιώθεις πως δεν είναι καλό. Εν ένα πράμα σαννα τζιαι χάνεται η αυτονομία τζιαι η -σχετική- ανεξαρτησία μου.

Λέγανε λοιπόν κάποτε, πως ο κεραυνός δε χτυπάει δυο φορές, ξάφνου στ' ανήξερο καλοκαίρι! Τωρα νομίζω οι περισσότεροι έχουν αναθεωρήσει -κάπως-. Άμα δεν ανοίξουνε αγάπη μου τα μάτια σου με το πρώτο χτύπημα, ο καλός θεούλης θα σου στείλει και δεύτερο και τρίτο μη σου πω. Για να καταλάβεις, μπας και ξυπνήσεις επιτέλους απ' το λήθαργο(!)
Κατάλαβες τώρα? Γι' αυτό κάποια ανθρωπάκια νομίζουν πως κρατάνε τη μοιρα σου στα χέρια τους και μπορούν να σε χτυπάνε μέχρι να ματώσεις. Κάποιοι 'δω κάτω την είδανε Θεοί. Εε put the ball down δλδ. Ο Οιδίποδας ετυφλώθηκε τζι επέθανε..εσείς τι περιμένετε γαμώτο?
Τζιαι που την άλλην πρέπει να ανέχουμε κάθε φοράν τες ειρωνίες σου σας.

Δε θα ξαναυπακούσω στην καύλα του κάθε υπερεκτιμημένου σκατο-πλαγκτόν (γιατί μόνον έτσι μπορώ να σε χαρακτηρίσω). Ακόμα τζιαι τα ωραία λοούθκια σου, οι δήθεν καλοσύνες σου τζιαι το ψεύτικον ενδιαφέρον σου μετά που τα φαρμάτζια σου τζιαι τες δόσεις υποκρισίας σου, θέλω να σου τα ταϊσω πέρκει πνιείς τζιαι εν σώσεις να με δεις να σου χαμογελώ.
Ουάου. Τόσο μίσος(?) -ίσως απλά απέχθεια- για κάποιους "αθρώπους" εν επίστεφκα ότι θα μπορούσα να κουβαλώ μέσα μου. Προσπαθώ εν τέλει να ξεσπάσω σ' ένα χαρτί κι οι λέξεις θολώνουν, μπερδεύονται και μ' εγκαταλείπουν. Πέρασε -σχεδόν- ένας μήνας.. Πρώτα λοιπόν χαλούσα εγώ το χρόνο. Τώρα αυτός χαλάει εμένα.!

Νέοι, μην τρελένεστε. Πρέπει να έχουμε τα "λογικά" μας, πρέπει(!). Πρέπει να διαλύσουμε το κάθε μαλακοπίτουρο που εμφανίζεται στη ζωή μας προσπαθώντας ντε και καλά να μας το παίξει μεσσίας. Όπας, ποιός σε κάλεσε ρε φίλε?  Σου 'πε κανείς πως ψάχνω για λυτρωτή? Είμαι καλά χωρίς εσάς, χωρίς το facebook τζιαι τα λόγια "σωτηρίας" σας. Μεν με σκανάρεις. Είμαι ανθρωπος. Ένα ζωντανόν ον! Θυμούμαστε πλέον τι είμαστεν τουλάχιστον τζιαι γιατί ζούμε? Έτσι θέλω να φκω στον δρόμο τζιαι να φωνάξω "Ήμαρτον Χριστέ μου" όπως εσυνήθιζε να λέει η γιαγιά μου που παρεμπιπτόντως εσείς(!) την εσκοτώσετε. Εσείς τζιαι το σάπιο το σύστημα σας τζιαι τούτον εν θα σας το συγχωρήσω ποττέ μου). Όσο ζω εννα σας εκδικούμαι. Εσσιετε τον λόγο της τιμής μου.

Επίσης εξηγείστε μου την ακατάπαυστη μανία σας να αποκτήσετε χρήμα. Χαλόου, αν δεν μπορείς ν' αγαπήσεις τζιαι ν' αγαπηθείς, τί αξίαν έχουν τα υπόλοιπα? Οι άνθρωποι θέλω να πιστέφκω ότι εφτιαχτήκαν για ν' αγαπιούνται τζιαι τα πράματα για να χρησιμοποιούνται. Πλέον νομίζω εμπερδέψαμε τους ρόλους. Πλέον τα πράματα αγαπιούνται τζιαι οι άνθρωποι χρησιμοποιούνται. Εε όι. Είμαστε ανίκανοι* Ανίκανοι να ζήσουμεν όπως θέλουμεν τελικά. "Open your eyes, look within. Are you satisfied with the life you're living?!"
Ξέρεις πότε νιώθω εγώ ωραία? Όταν περνώ δίπλα που κάποιον άγνωστο περαστικό και του χαμογελώ κι εκείνος -χωρίς δεύτερη σκέψη- ανταποδίδει, ή και το αντίθετο. Νιώθω ζωντανή. Όμορφη και ζωντανή. Νιώθω ότι υπάρχω ρε φίλε μου. Ξέρω πως δεν γεννιούνται τόοι άνθρωποι για να μην προσπαθήσω να τους γνωρίσω. Νιώθω πως δεν γεννιούνται και δεν πεθαίνουν κάθε μέρα τόσοι άνθρωποι για να κάθομαι εγώ σπίτι μου με τα άτομα και τις καταστάσεις που έχω συνηθίσει -γιατί τα πάντα εκαταντήσαν μια φτηνή συνήθεια, φίλε μου-
Επίσης, πιστεύετε πως ο θεός(whatever) σας έχει δημιουργήσει τόσα τοπία, τόσες θάλασσες, τόσα βουνά κι άλλα τόσα λειβάδια για να τα χαζεύεται απ' τη θεοποιημένη σας Τ.V.? Wake up. Ο κόσμος εν τζιαμέ έξω τζιαι περιμένει μας. Ίσως οι περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν -ασυνείδητα(?)- να διαλύσουν το περιβάλλον τζιαι τον κόσμος επδ ποτέ εν τον εγνωρίσαν. wake up.wake up.wake up! Εχάραξε! Ο στεναγμός εκατάφερε τζι εφκήκεν ακόμα κι απ' τα πιο σφυγμένα χείλη..

Γι' αυτό σου λέω. Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο. Σ' ένα κόσμο ο οποίος που μόνος του εν μια θέληση για εξουσία τζιαι τίποτε αλλο, εσύ καλείσε ν' αντισταθείς. Στο κάθε στερεότυπο, στην κάθε επιβολή, στην οποιαδήποτε(!) στερηση ελευθερίας. Όσον χρονών τζι αν είσαι. Θυμήσου ότι η ηλικία μπάζει νερά κι ο χρόνος κάποτε αυτοκτονεί!!
"Δεν είμαστε υποκατάστατα των επιθυμιών σας. Δεν μαθαίνουμε το ρόλο που μας φορτώσατε!" Δεν συνάπτουμε ειρήνη με την εξουσία, διότι αυτόματα γινόμαστε κι εμείς μέρος της εξουσίας. Είμαστε μεταξύ αντίληψης κ δημιουργίας. Ας αντιληφθούμε κι ας δημιουργήσουμε~ Αν αξίζει να το κάμουμε, τότε πιστέψτε με, αξίζει τζιαι να το παρακάμουμε. Τζι όταν ο ήλιος εν μακριά, εμείς πάντα εννα κρατούμεν ένα κρυμμένο φανάρι. Πάντα εννα αντιστεκούμαστε. Σ' ένα κόσμο ο οποίος που μόνος του εν μια θέληση για εξουσία τζιαι τίποτε αλλο, εσύ καλείσε ν' αντισταθείς. Στο κάθε στερεότυπο, στην κάθε επιβολή, στην οποιαδήποτε(!) στερηση ελευθερίας.

_Αν δεν το κάνεις, τότε πες μου, τί ψυχή θα παραδώσεις, μωρή??_

Δευτέρα

Όσους ο Θάνατος τους λάτρεψε

Ένα βράδυ που ο ήλιος βασίλευε, ο βοσκός κυνηγούσε πρόβατα.
Μαύρα πρόβατα που το σκάσαν απ’ το κοπάδι.
Πρόβατα σαν άσωτοι υιοί, με ισχυρές απόψεις και μηδαμινή τροφή. 
Μαύρα πρόβατα που φεύγουν σαν ακούν τον ήχο της φλογέρας, 
διότι ξέρουν πως άμα την ακούσεις υποτάσσεσαι 
και τα μαύρα πρόβατα μισούνε το μαντρί.
Το μισούν όπως μισεί η πεταλούδα τα ανόητα παιδιά 
που την χώνουν σ’ ένα μπουκάλι.
Το μισούν όπως μισεί η γάτα το λουρί 
κι όπως μισούν οι λεβέντες της φυλακής τα σίδερα
-κι ας λένε πως φτιάχτηκαν γι’ αυτούς. 
Τούτα τα πρόβατα μονάχα κρύβονται. 
Κάτω από τριαντάφυλλα και πίσω από παιχνιδιάρες τουλίπες. 
Αυτές λένε πως θα τα γλυτώσουν. 
Κρύβονται μέσα σε χαμόγελα παγωμένα
και χάνονται πίσω από λέξεις άηχες.

Ποιος; Ποιος θα τους το ‘λεγε πως το κουδουνάκι στο λαιμό θα τα πρόδιδε, 
κι ο -εχθρός- βοσκός θα εμφανιζόταν σαν πεινασμένος λύκος; 
Ποιος θα τους το ‘λεγε πως το κουδουνάκι εκείνο,
θα το χρησιμοποιούσαν αργότερα για να κρεμαστούν κάτω από χαμόγελα
και τριαντάφυλλα; 
Αιτία θανάτου: πνιγμός. ασφυξία.

Και τους τα ‘χε πει ο βοσκός:
«αν μπλέξεις ποτέ με λουλούδια, δε θα λυτρωθείς, 
θα εγκλωβιστείς. Ειδικά αν μπλέξεις με τουλίπες..τρέχα γύρευε»
Μα τούτα τα πρόβατα δεν έπαιρναν από λόγια. 
Το σκάσαν απ’ το κοπάδι. Είχαν ισχυρές απόψεις και μηδαμινό οξυγόνο. 
Τούτα τα πρόβατα δε μαγεύονται από τον ήχο της φλογέρας. 
Τούτα τα πρόβατα έτυχε να παραμυθιαστούν από λουλούδια, 
όπως παραμυθιάζονται οι λεβέντες,
πιστεύοντας πως τους πάει ένα κάγκελο μπροστά απ’ τα κεφάλια τους. 
Τούτα τα πρόβατα πιάστηκαν όπως πιάνεται η ανόητη πεταλούδα 
μέσα σε μπουκάλι με 0% αέρα.
Αιτίες θανάτων: Ασφυξίες. Πολλές ασφυξίες. γύρω-γύρω κι ανάμεσα.

Γι’ αυτό σου λέω, αν ποτέ το σκάσεις, 
μην κρυφτείς μέσα/κάτω ή γύρω από λουλούδια, 
γιατί θα σε προδώσουν,
όπως προδίδει ο βοσκός τα πρόβατα την ώρα της σφαγής.
Μη σε δελεάσουν, γιατί θα σε προδώσουν. 
Θυμήσου πως εκείνα είναι λουλούδια και μπορούν, μπορούν, μπορούν
Εσύ είσαι μονάχα το μαύρο πρόβατο,
με τη λιγοστή τροφή και τον μηδαμινό αέρα.

Φρόντισε να μην γράψουνε και για σένα τα τρελόχαρτα οι εφημερίδες:
«Αιτία θανάτου: Αναπόφευκτη ασφυξία
κάτω από καλοφτιαγμένο καλούπι σκληροτράχηλου φλοιού» […]

Τρίτη

μια φορα κι ενα φεγγαρι~

Θυμήσου εκείνο το φως που έμοιαζε με φεγγάρι.
Θυμήσου την ανάγκη σου ν’ απαλλαχθείς απ’ τη σκηνή που σε βάραινε
και σε πλάκωνε και σ’ ανάγκαζε να παίζεις το θέατρό τους. 
Θυμήσου το ουρλιαχτό σου τα βράδυα. 
Τα βράδυα που δεν είχαν αστέρια και φεγγάρια. 
Θυμήσου τις λέξεις, τις συλλαβές, τις ελπίδες 
που έβγαιναν σχεδόν βουβά(!) απ’ τα χείλια σου.

Τι να ήταν άραγε εκείνο το φως που ‘λεγαν πως είναι φεγγάρι; 
Θα μπορούσε να 'ταν. Δεν ξέρω πια.
Δεν ξέρω τίποτα πια.
Πάντως ξεχείλιζε -επικίνδυνα- την αυλαία.
Ναι. Ήταν η ανάγκη σου γι’ απελευθέρωση.

Μη με κοιτάς. Όσο κι αν το θες,
δε θα μπορέσεις ν’ απαλλαγείς απ’ το ρόλο που σου φορτώσανε-
Σ’ αναγκάσανε να παίξεις το θέατρό τους-
Αιχμάλωτος ήσουν μονάχα της φαντασίας τους-

Θυμήσου τα ελεηνά σου λόγια:
«Μη, λυπήσου με» και  «άσε με να φύγω» και «θα ξεχάσω το πάθος μου» και 
«θα ζω σύμφωνα με τους κανόνες σας» 
Όλες αυτές οι κούφιες και ύπουλες υπο-σχέσεις, 
‘γιναν στάχτη μέσα σε μια νύχτα που το φεγγάρι απουσίαζε_
Θυμήσου επιτέλους, πριν καταλήξεις κι εσύ ένας σωρός από στάχτη! 
Πρέπει να θυμάσαι ποιος στο καλό είσαι, 
γιατί ‘κείνους δεν τους βολεύει. 
Τους βολεύει μονο να σε πλάθουν, να σε χαλάνε, 
να σε ξαναφτιάχνουν και να σε χρησιμοποιούν. 
Γι’ αυτό σου λέω. Να θυμάσαι~

Κι εμείς μέσα σ’ όλα αυτά, μένουμε ίδιοι.
Ίδιοι σ’ ένα παραμύθι που αλλάζει
χωρίς την έγκρισή μας.
Ίδιοι σε μια ιστορία ξεχασμένη σε βιβλία σχολικά 

και ράφια σκονισμένα.
Από ανία γίναμε έτσι -να θυμηθείς τα λόγια μου
Από ανία θα πεθάνουμε
Από ανία θα μοιάσουμε σ’ αυτούς
Κι από πλήξη θα το συνηθίσουμε  


















Θ’ αναγεννιόμαστε μονάχα κάθε φορά που
θα κατορθώνουμε να φωτογραφίζουμε
με τις κόρες των ματιών μας
τα φεγγάρια.*

..τις νύχτες που τα φεγγάρια, 
θα μετράνε τις απουσίες μας.*




Δευτέρα

(s).he's a real nowhere man

Δε μιλάς. Δεν ακούς.
Δε σε μάθανε ν' ακούς.
Μόνο να σωπαίνεις ξέρεις,
κι απ'τα δύσκολα να δραπετεύεις.

Πες μου ρε 
Ξέρεις ότι του απέναντι
του πήρε ο διάολος την ψυχή;
Ξέρεις ότι κάθε μέρα
πεθαίνει κι ένα παιδί του
μαζί με μια ελπίδα
και δυο-τρία όνειρα;

Έχεις προσέξει καθόλου
την κοπελιά που σου χαμογελά
στη στάση κάθε πρωί;
Ξέρεις τίποτα γι' αυτή;
Τί ξέρεις, άπραγε, μικρέ, μαλάκα;
Ήξερες ρε, ότι τη βίασαν οι μπάτσοι
στα δεκάξι;
Ήξερες ρε πως ακόμη το κάνουν
μέσ' απ' τους εφιάλτες της;

Πες ρε.
Ήξερες τίποτα 
για το κρυφό ημερολόγιο
που φυλά η μάνα σου με δάκρυα;
Ήξερες πως η ζωή της
δε συμβαδίζει με τα όνειρά της;
Πού να το ξέρεις,
άπραγε, μικρέ, μαλάκα!

Χτίσε ένα τείχος
και χώσου εκεί μέσα μαλάκα.
Να μην ακούς, να μη βλέπεις,
να μη γνωρίζεις, να μην καταλαβαίνεις.
Ν' ακούγετ' ένα κλάμα
και να μη δίνεις δεκάρα,
άπραγε, μικρέ, μαλάκα

Πες μου ρε.
Μπορείς να μετρήσεις τ' αστέρια;
Δε μπορείς μαλάκα.
Τ' άπειρα άστρα δε μετριούνται ρε.
Τα άπειρα όνειρα 
κι οι άπειρες ελπίδες
δεν ξεχωρίζουν απ΄τις πολύχρωμες νύχτες
και δεν πωλούνται 
σε ξέφρενα, φτηνά πορνεία
κι αδιάλλαχτα καπνοπωλεία ρε.

Πες μου κάτι τελευταίο
-δε στο ζητάω τυχαία
Πες μου αν με βρήκες ποτέ
-έστω, αν με συνάντησες τυχαία

Μην την κοιτάς ρε τη βροχή!
Σου μιλάω άπραγε, μικρέ, μαλάκα.
Μην κοιμάσαι ρε..
**
Καληνύχτα ρε.
Κοίτα να ονειρευτείς απόψε.
Άσε τ' όνειρο να σου γνωρίσει
το κορίτσι, τον απέναντι,
τη μάνα που πνίγει δάκρυα,
τα άπειρα αστέρια..κι εμένα.

Άσε τη βροχή του ονείρου
να μας σμίξει για μια φορά, 
έστω και τελευταία.
Απόψε ίσως με γνωρίσεις ρε
άπραγε, μικρέ, μαλάκα
εαυτέ.~
-
Κι όταν έρθ' η Ανατολή 
ας χαθούμε μαζί με τ΄όνειρο.
Γιατί με κάθε Ανατολή
εκτός απ'τις σκιές,
χάνονται κι οι δρόμοι.
Οι δρόμοι που περπατήσαμε 
.παρέα


Παρασκευή

"οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη, δραπέτευσα"

Πάρε φτερά και σπαθί
μα μην επιτεθείς.
Μην τραυματίσεις, μη σκοτώσεις.
Μονάχα κράτα το σπαθί
για να κόψεις τα φτερά σου
και να τα κρεμάσεις πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Απ’ τα κεφάλια των «φίλων»,
που μια μέρα θα σε δώσουν ψυχρά.
Θα σου επιτεθούν
Θα σε τραυματίσουν
Θα σε σκοτώσουν
κι εσύ με το σπαθί στα ματωμένα χέρια
θα καρτεράς τη λύτρωση.
Τη λύτρωση που πέταξες μαζί με τις κιθάρες
για να κρατάς τώρα όπλα, φόλες και σπαθιά.
Τη λύτρωση που όλο έρχεται
μα όλο και κάπου κολλάει.
Μες στο αίμα των γιορτών μας ίσως.
Μες στα τραγούδια τα πολυπόθητα,
τα απαγορευμένα μάλλον.

Κι εγώ, όλο καρφώνω το βλέμμα στα χέρια σας τα ματωμένα,
που με μίσος σκότωσαν τ’αδέλφια μου.
Όλο ρωτώ πού; Και γιατί; Και πότε;
κι όλο μένω με το βλέμμα καρφωμένο στα χέρια σας.
Στάζει το αίμα, σαν εκδίκηση.
Στάζουν τα δάκρυα, σαν παρηγοριά
και σαν προσευχή.


Πού πάνε άραγε οι δικές μας προσευχές όταν χάνονται;
Γίνονται πουλιά; Μαύρα πουλιά που δεν ξανάρχονται;
Και λέξεις; Λέξεις σφραγισμένες που δε θα ειπωθούν ξανά ποτέ;
Πού πάνε; Προς τα πού πετάνε;


Όλο λέω πού και γιατί
κι όλο καρφώνω το βλέμμα στα άγαρμπα πόδια σας
που με βία κλώτσησαν τα όνειρά μου.
Που με βία ποδοπάτησαν τα λίγα λουλούδια
που είχαν απομείνει στον κήπο μου.
Μα, όπως κι αν φαίνομαι απ’ έξω
από μέσα είμαι ακόμα κήπος.
Δεν μπορείτε να μου πάρετε τα άνθη της ψυχής.
Με κανένα όπλο.
Με κανένα σπαθί.

Όσο ζω θα σας ρωτώ
«Έως πότε θα είστε απάνθρωποι κύριοι;»
Θα σας ρωτώ, ώσπου να μην αντέχουνε τα μάτια μου
να βλέπουν πια τη μολυσμένη όψη σας..
Ετότε, θα πάρω ένα σπαθί, κι αυτή τη φορά θα κόψω τα κεφάλια σας.
Έπειτα θα τα κρεμάσω πλάι στα μαδημένα μου φτερά
κι από πάνω τους θα γράψω με μαύρα γράμματα:
«Η δικαιοσύνη σας μυρίζει φασισμό!»


 

Κυριακή

~Είδα να φεύγουν δυο πουλιά

Ρίχνεις το ζάρι και παραδόξως σου 'ρχεται ένα 7.
Αυτό σημαίνει πως έχεις χάσει; ή πως είσαι ασυνήθιστη;
-θα 'θελες πολύ να 'σουν ασυνήθιστη, τρομάρα σου-
Είσαι μια κοινή θνητή που χάνει σε όλα.
Όχι, δεν είσαι απ' τους χαμένους που τα παίρνουν όλα.
Είσαι απο κείνους που 'μάθαν να παίζουν τις ζωές των άλλων στα ζάρια.
Είσαι απ' αυτούς τους απατεώνες που δεν ξέρουν..
Που δεν καταλαβαίνουν.. Και που ποτέ,
ποτέ τους δε θα μάθουν.

Τώρα σε βρίσκω να στέκεσαι
στο μεγάλο της ζωής σου παραθύρι
-σαν να προσμένεις κάτι, σαν μια ελπίδα να σου δίνει κουράγιο
Κοιτάς τα πουλιά να φεύγουν.
Πάνε κι έρχονται. Χτίζουν σπίτια και χαλάνε οικίες.
Κάπως έτσι ήσουνα κι εσύ κάποτε.
Έχτιζες, έχτιζες συνεχώς. Κι έπειτα, χωρίς ντροπή, κατέστρεφες.
Όχι πως διψούσες για καταστροφή. Απεναντίας,
Διψούσες για δημιουργία.
Αν θες να δημιουργήσεις -έλεγες- κάτι καινούριο,
γερό, ουσιώδη κι απέραντο, πρέπει ν' απαλλαγείς απ' το παλιό.
Σε θυμάμαι σαν πλάσμα, όχι του πλανήτη, μα του σύμπαντος.
Σαν πλάσμα ελεύθερο. Κι ας σε κατηγορούσαν.
Κι ας έλεγαν πως είσ' αναίσθητη, εγωπαθής και ματαιόδοξη.
Κείνοι οι λίγοι το ξέρουν. Ξέρουν πως ποτέ δεν ήσουν έτσι.
Ξέρουν πως ήθελες το καλό ολονών, μα στο τέλος δε σου 'βγαινε,
διότι είχες ανεξίτηλες τάσεις (αυτο)καταστραφής.
Και τάσεις φυγής

Πότε θα ευτυχίσεις άραγε κι εσύ;
Θυμήθηκες ένα παλιό ποιηματάκι που σκαρώσατε παρέα:
«Η Ευτυχία είναι σαν τα πουλιά. 
Πάει, έρχεται και μόνο όταν βρει εύφορο έδαφος, στεριώνει..» 

Χαμογελάς.



















Τώρα πια ζεις, ζεις μόνο από ένα μικρό, τρελούτσικο όνειρο φυγής που συναντάς κάθε απόγευμα πια, έξω από το μεγάλο παραθύρι της ζωής σου, καθώς κοιτάς τα πουλιά να φεύγουν, ελπίζοντας πως κάποτε, είτε θα γυρίσουν και θα μείνουν, είτε θα σε πάρουνε μαζί τους μια για πάντα.

Τετάρτη

μες στο soɐɥɔ του έρωτα














Και καθώς θα σκέφτεσαι εκείνη,
να παρακαλάς συγχρόνως τη Ζωή
να σου δωθεί για μια βραδυά,
με τα χιλιάδες όνειρά της συντροφιά
και τις πανάρχαιες-με άστρα στολισμένες-
ηδονές, που ξέρει να προσφέρει.

Μόνο για μια βραδυά σου λέω,
και μετά ας χαθείς
-ξέροντας έτσι, πως έχεις ζήσει-

Κυριακή

(α)ρώ(μα)τα~

Δύσκολος ο γυρισμός
σε αγκάλες ερμητικά κλειστές.
Πονάει πολύ
Χίλια μύρια αγκάθια
σου τρυπάνε κάθε μέρα την ψυχή,
μα πρώτη φορά πονάς τόσο.
Πρώτη φορά πονάς έτσι..

Πονά η απώλεια.

Πονά η απόρρηψη.

Πονά το καταραμένο σου το είναι*

-Είσαι μικρή κι ανόητη.
Παρ'τη σφεντόνα σου
και ξεκίνα να κυνηγάς όνειρα.
Σαν αυτά που πνίγηκαν(;) 
στον ωκεανό 
μαζί με τη δύση του Ηλίου.

Είσαι μικρή,

πολύ μικρή,

για να μιλάς για Θάνατο.

Είσ' ανόητη, πολύ ανόητη
για να κυνηγάς ακόμη 
μισοπεθαμένα όνειρα.

Και το ξέρω. 
Είναι δύσκολος -λένε- ο γυρισμός.
Γι'αυτό πάρ' τη σφεντόνα σου
και κυνήγα νέες αγκαλιές.
Και φτιάξε όνειρα
Είναι λυπηρό να ζει κανείς
δίχως όνειρα 
να του γλυκαίνουν την ύπαρξη.

Την επόμενη φορά
που θα βάλεις στο στόμα σου
το Θάνατο,
να θυμηθείς πως μετά από κάθε Δύση
υπάρχει μια νέ' Ανατολή.

Μην κλαις. 
ο ήλιος δεν πεθαίνει
όταν τον βλέπεις να σβήνει
μες στη θάλασσα.

 Αν ήταν εδώ το παιδί με τη σφεντόνα
θα σου 'λεγε
"να κοιτάς τη Δύση
και να ερωτεύεσαι." 

Κι έπειτα θα συμπλήρωνε
 "με κάθε νέα Αυγή
να ξαναγεννιέσαι"

πιο δυνατή,

με πιο πολλά όνειρα.

Και να θυμάσαι:
"Μην αφήσεις ποτέ αυτό που σε τρώει 
να χορτάσει.."   

Να ζητάς πάντα
φιλιά κόκκινα 
και να ρωτάς. 
να ρωτάς τους φτωχούς και τους πεινασμένους
γιατί 'κείνοι πάντα ήξεραν

αγάπη τι σημαίνει.. 

can you feel the Love inside?

Πέμπτη

οι ανθρώπινες σχέσεις(προσπάθεια#2)


Προσπάθησα να βρω κάτι αγνό
μα τούτη η λέξη κατοικούσε μόνο μες στα μάτια
τα δικά σου, τα γαλάζια, 

τα μικρά, 
τα για πάντα παιδικά.




Οι ανθρώπινες σχέσεις μοιάζουν με ατέλειωτο κυνηγητό.
Τις μισώ. Τις μισώ. Τις μισώ.
Πάντα όταν έρχομ'εγώ, συ φεύγεις
κι όταν εσύ έρχεσαι, εγώ απομακρύνομαι..
Μια ζωή, όταν κάποιος έρχεται,
καποιος άλλος φεύγει.
Οι ανθρώπινες σχέσεις έιναι ένα ατέλειωτο
και βάναυσο κυνηγητό.

Κι ας μας λέγαν οι παππούδες μας ότι
με κάθε τέλος και μια νέα αρχή
κι ότι όλα ξαναρχίζουν απ'το μηδέν.
Τίποτα δεν ξαναρχίζει.
Με κάθε τέλος κι ένα νέο τέλος που δεν έχει τέλος.

Θα σταθώ μια μέρα στο πεζοδρόμιο
και θα περιμένω. Θα περιμένω ώσπου να βρεθεί
κάποιος "παράξενος" περαστικός
και να μου μιλήσει "παράξενα" και να τον καταλάβω
γιατί είμαι κι εγώ "παράξενη" και να μ'αρέσει κιόλας
και να με πάρει-γιατί όχι-και μαζί του.

-Κι αν δεν περάσει ποτέ;
-Αν δεν περάσει ποτέ, σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πια
παράξενοι σε τούτη την πόλη(πράγμα τραγικέστατο!)
Τότε ίσως γίνω λουλούδι και πάω να ζήσω στ'αστέρια
όπως ο μικρός πρίγκηπας.
Και καθώς θα ψάχνω το δρόμο για τον ουρανό,
θα σκέφτομαι το πόσο παράξενη είναι τελικά αυτή η πόλη..
Κι οι άνθρωποι είναι παράξενοι. Θα το ΄χεις καταλάβει κι εσύ.
Όλα τα 'χεις καταλάβει εσύ..

Στα ματωμένα χέρια κρατώ φωτογραφίες απ'τους ωραίους καιρούς..
~Θα τις κρατήσω. Ίσως καταφέρω να γεμίσω τα χέρια μου τ'αδειανά
έστω και με χαρτί. Έστω και με κάτι άψυχο από σένα που θυμίζει όμως αγνότητα.
Αλλά τί περιμένεις, τέτοιοι που 'ναι οι άνθρωποι;
Μικρόψυχοι. Βολεμένοι. Ρηχοί. Ψεύτες. Αχάριστοι. Υποκριτές.

Πάντα το ήξερα. Αυτή η πόλη είναι τρομακτικά παράξενη
Ίσως γίνω στ'αληθεια ένα λουλούδι που φυτρώνει μόνο στ'αστέρια.
Όπως ο μικρός πρίγκηπας.
Οπως ο κάθε μικρός πρίγκηπας που σέβεται τον εαυτό του.

 Λοιπόν, αντίο. "Ίσως την Ανατολή, 
θα ιδωθούμε πάλι.."

Σάββατο

Καθώς τ'αστέρια πέφτουν*

Καθώς τ'αστέρια πεφτουν, ενώνονται με τα όνειρα των λουλουδιών τα μεσάνυχτα -τότε που οι λύκοι ντύνονται νύμφες του ανέμου και φοράνε τ'αποξηραμένο(!) άρωμα της Ελευθερίας το οποίο εξατμίζεται στον ορίζοντα μετά από κάθε φυσική απελευθέρωση.

-Πώς να μοιάζει άραγε η Ελευθερία;
-Κάποτε μοιάζει με κοπέλα ατίθαση κι όμορφη, οξύθυμη και καλοσυνάτη που ντύνεται με πολύχρωμα φορέματα και βάζει λουλούδια στ'αυτιά. Μπορεί να μοιάζει και μ'εκκεντρική έφηβη που βάφει τα μαλλιά πράσινα, τρυπά το πρόσωπο παντού και βάζει στις κλούβες αιώνια φωτιά!
-Ακούγεται υπέροχη η Ελευθερία..
-Έτσι την παθαίνουν οι περισσότεροι. Από ιστορίες που λένε τα φεγγάρια, νομίζουν πως είναι πάντα ακίνδυνη-μα δεν είναι.- Η Ελευθερία φανερώνεται και σαν μαυροφορεμένη γριά με φιδίσια μορφή που τριγυρνάει τα βράδυα και βάφει μαύρες τις ζωές των ανθρώπων. Ίσως πάλι να σε φυλακίσει, να σε κάνει κάτοχό της(τα λεγόμενα "δεσμά της Ελευθερίας")και τότε πρέπει να μάθεις να την αγαπάς και να την ξεχωρίζεις(!) για να σ'αφήσει πραγματικά ελεύθερο.
-Δεν καταλαβαίνω..
-Για παράδειγμα, φαντάσου πως είσαι μια αλυσοδεμένη κοπελα μες σε μια νοητή φυλακή κι έξω απ'αυτή βρίσκεται πράσινο, γέλια, αγάπη, ουρανός, δηλαδή ο Παράδεισος.
-Μα όντως είμαι μια τέτοια κοπέλα..
-Ναι, μα τούτη η κοπέλα δε μπορεί να βγει έξω διότι φορά αλυσίδες.
-Και ποιός κρατά τα κλειδιά;
-..το άλλο μισό του εαυτού της.
-Δε μπορούν να επικοινωνήσουν οι δυο -μισοί- της εαυτοι;
-Δεν ξέρω..γιατί δεν τους ρωτάς;
***
-Φεγγάρι μου, για μια στιγμή πριν, ένιωσα πως η τελευταία κοπέλα της ιστορίας μου μοιάζει λιγάκι..
-Αποκλείεται να 'σαι συ η κοπέλα της ιστορίας;
-Δηλαδή, εγώ είμαι η Ελευθερία προσωποποιημένη;
-Όχι μικρή μου. Δεν είσαι η Ελευθερία. Αλλά διαθέτεις τις κατάλληλες αισθήσεις για να καταφέρεις μια χαρά να μυρίσεις το μεθυστικό της άρωμα!
***
Κι από τότε που η Ζωή είχε κείνη τη συζήτηση με τη Σελήνη, -εκτός από το να μυρίζει την Ελευθερία- έμαθε να τη φορά και σαν άρωμα, όπως έκαναν οι λύκοι τότε που τ' αστερια ενώνονταν με τα όνειρα των λουλουδιών τα μεσάνυχτα. Τότε που υπήρχαν λύκοι. Τότε που υπήρχαν αστέρια. Πριν τα μεθύσει η Ελευθερία με τ'άρωμά της κι αυτοκτονήσουν!*

               

Πέμπτη

Το κορίτσι που φόραγε μαύρα


[…] Κάποιοι άνθρωποι καταφέρνουν να νικήσουν τη μίζερη Μοναξιά. Κάποιους άλλους όμως τους νικάει αυτή. Τους τρώει, τους ποδοπατάει, τους μοιράζει σαν φτηνές φυλλάδες στα καφενεία και τέλος, σβήνει τα βρώμικα τσιγάρα της πάνω στα λιπαρά τους δέρματα.

Η Μοναξιά λοιπόν. Ένα κορίτσι που φοράει πάντα μαύρα –γιατί έχασε λένε τους δικούς της όταν ήταν πολύ μικρή.- Η Μοναξιά. Ένα αλητάκι που κουλουριάζεται κάτω από άδεια παγκάκια και νεκροταφεία με ακαταλαβίστικες  επιγραφές απέξω. Η Μοναξιά. Η ολοκληρωμένη άρνηση της αυταπάρνησης. Η Μοναξιά. Η ασυναρτησία σε όλο της το μεγαλείο. Η Μοναξιά.  Ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις και μένει για πάντα. Είναι κρυφό φασιστόμουτρο η Μοναξιά. Σε κάνει ό,τι θέλει, αυτή κινεί τα νήματα, εσύ απλά ακολουθείς, είσαι στρατιώτης, είσαι το πιόνι στο γαμημένο το σύστημα, είσαι το «ναι, θα κάνω ό,τι πεις» και το «τα λέμε αργότερα» και ποτέ δεν τα λες αργότερα. Είσαι η ασυναρτησία σε όλο της το μεγαλείο!

Έχεις συνάψει ειρήνη με την εξουσία, είσαι ο ίδιος μια μορφή εξουσίας. «Τι γίνεται; Εσύ ποτέ δεν ήσουν έτσι.» Ξυπνάς όμως ένα πρωί και αντιλαμβάνεσαι πως πλέον είσαι! Είσαι φίλος της Μοναξιάς. Είσαι μαριονέτα. Είσαι ό,τι σιχαινόσουν. Είσαι μια μηχανή που δε λέει ούτε καλημέρα, ένας μεσήλικας που δεν έζησε, ένα μωρό που δεν τρώει σοκολάτες, ένας έφηβος που ανησυχεί για τα σπυράκια του, ένας γέρος που δεν τραγουδάει, μια μάνα που ‘χει παραμελήσει τον εαυτό της, ένας στρατός που σκοτώνει, ένας μίζερος, ένας κακόμοιρος, ένα πιόνι, μια λέξη. ΚΑΜΙΑ ουσία.
Είσαι γαμώτο, η ασυναρτησία σε όλο της το μεγαλείο.  

Καλά να πάθεις όμως. Σαν μην λογάριαζες για φίλη σου τη Μοναξιά. Στο ‘πα εγώ «μην την ερωτευτείς, θα σε πληγώσει, είναι πουτάνα η Μοναξιά..» Εσύ δε μ’ άκουγες!
Κάτσε τώρα στο άδειο παγκάκι, με τη Μοναξιά κάτω απ’ τα πόδια σου, μέχρι να ‘ρθει η επόμενη Ανατολή και να ερωτευτείς ξανά τη Ζωή.

Καλά δεν τα λέω εαυτέ; Ε, καλά δεν τα λέω;


Σάββατο

Τι να ειν΄αυτό που μας ενώνει; 


Της έμαθες ότι η ζωή δε μετριέται απ' τις αναπνοές που παίρνουμε, 
αλλά απ' τις στιγμές που ζούμε και μας κόβουν την ανάσα..
Δεν της έμαθες όμως το πιο αναγκαίο:
.ότι τις μεγαλύτερες ανάσες τις παίρνουμε όταν πονάμε.
Δεν της το έμαθες και κόντεψε να πεθάνει από έλλειψη οξυγόνου.
Σίγουρα, δε μπορείς και ν'αναπνέεις γι' αυτή.
Αναμφισβήτητα, έχεις κάνει πολλά γι' αυτή.

Με βάρκα την Ελπίδα


Θυμάσαι ένα παλιό τραγουδάκι που έλεγε:
"Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα";
Ας πάμε! Ας βρούμε τους ήχους, τα χρώματα, το φως! 
Ας τραγουδήσουμε αγκαλιά με τις παραπεταμένες μας κιθάρες!
Πάμε πίσω, στις μέρες τις αθωότητας,
τότε που δε βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε.
Ακολούθα κι εσύ τον αγριεμένο παφλασμό των κυμμάτων.
~Πάρε μια βαθυά ανάσα και φύγαμε για το άγνωστο, 
με βάρκα μια ξεχασμένη Ελπίδα.

Από ένα τίποτα*

Είναι τυχαίο που όλα τα ποιήματα μιλάνε για γαλάζιες πεταλούδες
και γαλάζια λουλούδια;
Είναι τυχαίο που ο τρελός μιλά για έρωτα; 
{Το τελευταίο δειλινό του Χειμώνα, βρίσκει τη μικρή Ζωή 
απορροφημένη στις σκέψεις της.}

-Αέρα, μ' αγαπάς;
-Τί ερώτηση είν' αυτή Ζωή;
-Μ' αγαπάς;
-Σ' αγαπώ.
Χαμόγελο μελαγχολίας σκιαγραφήθηκε στο πρόσωπό της, 
μα ο στοργικός αέρας, το διαγράφει μ' ένα φύσηγμα.
-Τί 'ναι τούτα Ζωή; Γιατί μελαγχολείς;
-Είναι που δε βλέπω πια γαλάζιες πεταλούδες.
-Είναι που κοιτάς πάντα σε λάθος μέρη, απαντά ο άνεμος με σιγουριά.

Η Ζωή δεν καταλαβαίνει. Κοιτάζει γύρω να βρει τον άνεμο, μα είχε φύγει. Είχε φύγει μαζί με το βαρύ Χειμώνα. Το κορίτσι θυμάται την τελευταία κουβέντα τ' αγέρα και παίρνει ύφος όλο απορία.. Αμέσως το μάτι της πέφτει στην κάμπια, μες στην άσχημη χρυσαλλίδα. Το σκουληκάκι μεταμορφώνεται σε πεταλούδα -σε μια γαλάζια πεταλούδα- κι η Ζωή μαγεύεται. Χορεύει για τη νέα γέννηση. "Πού 'σαι Άνεμε να δεις; Πού 'σαι να δεις γαλάζιο;" Τώρα γελά και τραγουδά κι η Δύση τη βρίσκει χαρούμενη.

~Η Ζωή τώρα καταλαβαίνει! Ήταν πλέον Άνοιξη.
Και με την Άνοιξη έρχονται οι πεταλούδες.
Απ' τα σκουλήκια γίνονται οι πεταλούδες.

















Κι ο Έρωτας;! Με την Άνοιξη έρχεται κι ο Έρωτας.
Απ' το τίποτα γεννιέται ο Έρωτας!*