Κυριακή

ΚΕΝΟ.

Αιωρείστε κυκλικά
σ’ ένα δωμάτιο χωρίς ταβάνι
σε μια γιορτή αδειανή από
συν-ειδήσεις. 
Βρωμάτε καπνίλα,
άγρια κι άμορφη.
Μοιάζετε κοιμισμένοι, ναρκωμένοι, 
κατακα(η)μένοι. 

Χορεύετε απάνω σε χώματα 
αιματοβαμμένα 
και ξεστομίζετε βρισιές 
ίδιες μ’ όλες τις βρισιές 
του αδιάλλακτου κόσμου.

Μα,

Σε μια γωνιά, κυκλική 
,σαν τις έγνοιες σας,
κοιμάται ένα κορίτσι που
μοσχοβολάει μενεξέδες.

Χορεύει μ’ έναν πράσινο ξένο
-που σας φέρνει αηδία-
σε λημέρια απάτητα
σε κάμπους απέραντους
που δε γνώρισε ποτέ κανείς.

Στα μάτια της αντανακλάται
ο έρωτας*
που σκίζει με χάρη
την ηλιοφορεμένη μέρα.

Προσφέρει ανελέητη ζάλη 
στο πέρασμά της.

*Κι εσείς ακόμα ψάχνετε
τη μυρωμένη της αύρα
μες στην απο-πνιχτική μυρωδιά
της ανάσας σας.
Μην αναρωτιέστε άδικα.
Άμα ρωτήσετε έναν πράσινο ξένο, 
θα σας διαβεβαιώσει πως
ο έρωτας δεν έσβησε
όταν ανάψατε την τηλεόραση.
Δεν τον ξεκάνατε
τόσο εύκολα

*
Κι εγώ/
Αιωρούμαι κυκλικά 
μες στο λαβύρινθο
των σκέψεών μου.
Πού χαθήκανε οι ξένοι;
Πού πήγε το κορίτσι που
μοσχοβολούσε μενεξέδες;
Θα επιστρέψουν άραγε κάποτε
-όταν οι διεστραμμένοι ήχοι
της τηλεόρασης
σωπάσουν;

Ουρλιάζω απορώντας.~

Toxico _ΟΥ(Κ)ρλιαχτό

Σάββατο

ένα παιδάκι φλέγεται*

ενα παιδί κοιτάει τον ήλιο.

Κρεμιέται απ' τις αχτίνες του
και κάνει τραμπάλα
πάνω απ’ τα διχασμένα όνειρα
των κούφιων πολυκατοικιών.

ένα παιδί κοιτάει τον ήλιο.

Βυθίζεται μέσα στο κίτρινο
κι ερωτεύεται την κάθε
ηλιαχτίδα.

ένα παιδί μιλάει στον ήλιο.

Το στόμα του ματώνει
και τα λόγια ερεθίζουν
την πιο μικρή ανάσα
του εκστασιασμένου πρωινού.

ένα παιδί κυνηγάει τον ήλιο.

Μα πώς να τον φτάσει;
Έχει τόσο πολύ απομακρυνθεί..

Πώς να τον φτάσει,
αφού έχει πλέον κι αυτό μεγαλώσει
κι έχει χάσει μέσα απ’ τα χέρια
τη ζωή;

Τα πρωινά δεν τραγουδάει πια.
 Τραυλίζει νότες.
Ζωγραφίζει ουράνια τόξα
που μένουν ατέλειωτα.
Τα μάτια του πετάνε σπίθες
κάθε φορά που αναστατώνεται.

Αναστα(ση)τωση*

Ένα παιδί που γνώριζα κάποτε
- στα χρόνια της Φωτιάς*
κυνηγούσε κάθε σούρουπο
τον Ήλιο.

Σήμερα, στις μέρες
της εξαθλίωσης και του κρύου,
-στην εποχή των Παγετώνων*
το ίδιο τούτο παιδί
καίγεται ευτυχισμένο.

Δεν κυνηγάει πια τον Ήλιο.
 Φωτίζει τη νύχτα
με τα μισοκαμμένα του 
όνειρα.

Είδες; Στο ‘χα πει.
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι
που ονειρεύονται.  

Μου το 'χες πει.
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι
που φλέγονται.

Είσαι ένα όνειρο που καίγεται.Ο.

εν.αλλαγή φωτός-δάσος σε χωριό που φλέγεται


Παρασκευή

h.U.gs*and kisses*everywhere

Ανέκαθεν ήμουν το άτομο που προτιμούσε τις αγκαλιές απ’ τα φιλιά.

Αγκάλιασέ με τρυφερά και θα σου χαρίσω τον κόσμο μου.
Φίλα με. Μα, μην το παρακάνεις. Μη μου μεταδώσεις τις αρρώστιες και τα κολλήματά σου.
Αγκάλιασέ με. Όπως καμιά μάνα δεν αγκάλιασε ποτέ το παιδί της.
Αγκάλιασέ με. Όπως κανένας εραστής δεν αγκάλιασε ποτέ το ‘εγώ’ του.
Αγκάλιασέ με. Σαν να ήμουν βαμβάκι τρυφερό, ζωσμένο με συν-αισθήματα

Αναμφισβήτητα είμαι το άτομο που προτιμά τις αγκαλιές απ'τα πάντα.

Αγκάλιασέ με σφικτά -απόψε δε θέλω να σου φύγω.
Αγκάλιασέ με σφικτά -τόσο σφικτά ώστε να μη μπορώ ν' αναπνεύσω.
  Αγκάλιασέ με σφικτά -τόσο σφικτά έως ότου ξεψυχήσω το ίδιο στοργικά μες στα χέρια σου.
Τόσο σφικτά, έως ότου ξεψυχήσω παρασυρμένη και παγωμένη σε
αιώνια στάση αγκαλιάς.

Γιατί παντοτε(?) θα ‘μαι άτομο που αγαπά/σιχαίνεται
τις σφικτές/αποπνικτικές αγκαλιές!