Σάββατο

Ασυμβίβαστες ψυχές

Μάταια χόρευαν γι' αυτούς.
Μάταια τραγουδούσαν.
Απένταρες ήταν οι ψυχές μας εκείνο το βράδυ.
Τσιγγάνες σε μια φτηνή αγορά.
Τ' απόλυτο "τίποτα" μπροστά στα μάτια τους.
Κόσμος πάει κι έρχεται στη σκοτεινή αγορά,
πουλώντας κι αγοράζοντας ψυχές. Αθώες ψυχές.

Δεν ήταν απατεώνισσες. Τσιγγάνες ήταν.
Τσιγγάνες που δε ζητιανεύουν από 'δω κι από κει για να επιβιώσουν,
μα στέκονται με περηφάνια στο δικό τους τραγούδι.
Μάταιη η προσπάθειά τους. Μάταιος ο κόπος τους.
Στα μάτια των άλλων παρέμεναν το τίποτα που
μια ζωή πασχίζουν ν' αποφύγουν.
Άλλωτε τις ποδοπατούσαν αλύπητα κι άλλωτε τις πουλούσαν δίχως έλος.
Κι αυτές βουβές, να προσπαθούν να χαράξουν μέσα τους
την αυριανή τους ευτυχία.

Και χορεύουν ένα παράξενο κι αξιολύπητο χορό!

Οι άλλοι -οι αλλοτριωμένα "τίμιοι" πολίτες- τις αρπάζουν,
κλειδώνοντάς τες μέσα στο σκότος της δικής τους ψυχής.
Μισαλλόδοξα ανθρωπάκια. Αυτοί είναι οι πραγματικοί απατεώνες.
Πάντοτε ήταν.

Το κατάμαυρο ταξίδι ξεκινά για τις ψυχές αυτές.
Απατηλά όνειρα τις συνοδεύουν.
Ένα αεράκι αναλαμβάνει να απαλύνει τις πληγές τους.
Ο ήζος της βροχής τις γαληνεύει
κι ένα πολύχρωμο πέπλο, σκεπάζει μαλακά τις γκρίζες σκέψεις τους.
Ελπιδοφόροι άγγελοι εμφανίζονται κρυφά στα όνειρά τους,
κι αυτές τα βράδυα, σογοψυθιρίζουν ένα σκοπό:

"Δε θα σας κάνω τη χάρη. Δε θα συμβιβαστώ!" 


Δεν τις χωράνε τα καλούπια σας κύριοι. Δεν τις χωράνε.
Κι ο χορός τους δεν είναι πια άξιος της λύπησής σας.

Το απαλό αεράκι έχει γίνει τυφώνας τώρα πια
που καταστρέφει τα αιματοβαμμένα κελιά σας.
Η βροχούλα αγριεύει, σαν καταιγίδα πνίγει
όλες τις πίκρες και τους εξευτελισμούς
των ελεύθερων αυτών ψυχών.
Και το πολύχρωμο μαντήλι γιγαντώνεται,
σκεπάζοντας επιβλητικά τα κεφάλια σας
,διαλύοντας με βία το μονότονό σας γκρι.

Δεν υπάρχουν πια σύνορα. Μήτε κανένας στρατός.
Κι εκείνες οι ψυχές που κάποτε ποδοπατούνταν στο δρόμο
-γιατί ήτανε τάχα αδύναμες, απένταρες-
είναι τώρα πιο πλούσιες κι απ' τον άνθρωπο εκείνο
που φυλά στις τσέπες του τ'ασήμι ολάκερης της γης
-διότι πίστεψαν και πόνταραν σε πράματα
που όλος ο κόσμος θεωρούσε ξοφλημένα.
-διότι μες στο χαμό της (ανα)παλλοτρίωσης,
δεν έχασαν τη μελωδία του τραγουδιού τους...

Τι απέγιναν όμως τα όνειρα
που τις συνόδευαν σ' εκείνα τα ταξίδια τους;
-Δυστυχώς ή ευτυχώς,
αυτά θα μείνουν πάντα απατηλά..

Παρ' όλα αυτά, οι ψυχές μας δεν παύουνν να ονειρεύονται.
Και παρέμειναν ασυμβίβαστες.

Οι άλλοι, οι "τίμιοι",
 δεν κατάφεραν ποτέ να μας πάρουν τα όνειρα,
τι κι αν αυτά στο τέλος
μένουν πάντα απατηλά;
Δεν παύουν να 'ναι δικά μας.
Δεν παύουμε να τα ορίζουμε.

*Η ζωή μας ανήκει.
Εμείς δεν ανήκουμε σε κανέναν!


Τετάρτη

για τ' ουρανού το τραγούδι

Σκέψεις χορεύουν μες το μυαλό μου.
Όμορφες σκέψεις.
Αναδυόμενες συγχορδίες απ' τα βάθη του βυθού
και ορφανές νότες, συνοδεύουν τις σκέψεις μου.
Κλείνω τα μάτια κι αντικρίζω κιθάρες, βιολιά
και πιάνα, και γέλια!
Ανοίγω τα μάτια και -σιωπή

Κοιτώ μαγεμένη το βασίλεμα του Ήλιου.
Μοιάζει αληθινό. Το κάθε ηλιοβασίλεμα είναι διαφορετικό.
Κι ανεπανάληπτο. Δεν είναι όλα τα ηλιοβασιλέματα τα ίδια.
Όχι, δεν είναι -μη δίνεις βάση στις κυνικές τους αηδίες.
*Αναγέννηση λοιπόν. Τη νιώθω. Τη βλέπω. Εσύ;*

Κοίτα τα πουλιά.
Τραγουδάνε, σαν σε συναυλία πρώτης τάξεως να βρίσκονται.
Μα υπάρχει ένα μικρό που δεν τραγουδά.
Κάθεται στο δέντρο και παρακολουθεί.
Οι άνθρωποι θα το 'λεγαν τρελό.
"Πώς μπορεί να κοιτά τ'άλλα πουλιά τόσο ευτυχισμένα,
κι αυτό να κάθεται σαν παλαβό;" θα σκέφτονταν.

Εγώ όμως ξέρω γιατί είναι σκυθρωπό.
Αν τραγουδήσει, θα βγάλει από μέσα του λύπη και οργή και αγανάκτηση
και υποδουλωμένη καταπίεση.
Οι νότες του θα ηχήσουν άγρια στ' αυτιά των άλλων πουλιών.
Δεν το θέλει αυτό. Όχι.
Δε θέλει να τους χαλάσει τη γιορτή..

Το μόνο που θα 'θελε,
θα 'ταν να φτάσει τον ήλιο, τ' αστέρια, το φεγγάρι..
Ανέκαθεν όμως, ο πιο μεγάλος και κρυφός του καημός,
ήταν να μάθει τί υπάρχει πίσω απ' τα σύννεφα.
Ποιός τους δίνει δύναμη, λάμψη και χρώμα κόκκινο;

Ξάφνου όμως, μες στην απελπισία των σκέψεών του,
άκουσε μια φωνή να το παρακινεί:
Κοίτα μικρό μου γύρω σου.
Κοίτα τα δέντρα, τα λουλούδια, τα υπόλοιπα πουλιά.
Άκου το θρόισμα των φύλλων και
Επεξεργάσου την κίνησή τους καθώς ξεραμένα
αφήνουν τα κλαδιά κάθε φθινόπωρο.
Ησύχασε κι άκου τη βροχή.
Χόρεψε στη βροχή.
Τραγούδα στο σκοτάδι.
Γέλα σαν παιδί με την Ανατολή και
Κλάψε με τη Δύση...

Μπορείς να το κάνεις..
μπορείς να κάνεις ό,τι θες.
Ζήσε μες στο μάγεμα της φύσης.
Μην κάνεις κι εσύ το λάθος να την υποτιμήσεις
-μην ακούς σου λέω τους κυνικούς!

Ξαφνικά, το πουλάκι ετούτο πέταξε,
έφυγε απ' το κλαδί του..
Όχι, δεν πήγε με τ' άλλα πουλιά.

Ετούτο χόρευε μόνο του.
Χόρευε και τραγουδούσε.
Τραγουδούσε και γελούσε.
Τίποτε πια δεν το σταματούσε

Το τσάκωσα να κοιτάει για μια στιγμή τα σύννεφα.
Νομίζω ότι τώρα πια δεν το νοιάζει ποια δύναμη κρύβεται πίσω απ' αυτά.
Μονάχα τα κοιτάζει και χαμογελά.
Το κόκκινό τους χρώμα,
στάζει πιο γλυκά από ποτέ μες στην ψυχή του.

Τώρα πια, ξέρει πως να χορεύει και πως να τραγουδάει το δικό του τραγούδι.
Ένα τραγούδι τ' ουρανού. Του δικού του, μοναδικού ουρανού..