Σάββατο

ένα παιδάκι φλέγεται*

ενα παιδί κοιτάει τον ήλιο.

Κρεμιέται απ' τις αχτίνες του
και κάνει τραμπάλα
πάνω απ’ τα διχασμένα όνειρα
των κούφιων πολυκατοικιών.

ένα παιδί κοιτάει τον ήλιο.

Βυθίζεται μέσα στο κίτρινο
κι ερωτεύεται την κάθε
ηλιαχτίδα.

ένα παιδί μιλάει στον ήλιο.

Το στόμα του ματώνει
και τα λόγια ερεθίζουν
την πιο μικρή ανάσα
του εκστασιασμένου πρωινού.

ένα παιδί κυνηγάει τον ήλιο.

Μα πώς να τον φτάσει;
Έχει τόσο πολύ απομακρυνθεί..

Πώς να τον φτάσει,
αφού έχει πλέον κι αυτό μεγαλώσει
κι έχει χάσει μέσα απ’ τα χέρια
τη ζωή;

Τα πρωινά δεν τραγουδάει πια.
 Τραυλίζει νότες.
Ζωγραφίζει ουράνια τόξα
που μένουν ατέλειωτα.
Τα μάτια του πετάνε σπίθες
κάθε φορά που αναστατώνεται.

Αναστα(ση)τωση*

Ένα παιδί που γνώριζα κάποτε
- στα χρόνια της Φωτιάς*
κυνηγούσε κάθε σούρουπο
τον Ήλιο.

Σήμερα, στις μέρες
της εξαθλίωσης και του κρύου,
-στην εποχή των Παγετώνων*
το ίδιο τούτο παιδί
καίγεται ευτυχισμένο.

Δεν κυνηγάει πια τον Ήλιο.
 Φωτίζει τη νύχτα
με τα μισοκαμμένα του 
όνειρα.

Είδες; Στο ‘χα πει.
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι
που ονειρεύονται.  

Μου το 'χες πει.
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι
που φλέγονται.

Είσαι ένα όνειρο που καίγεται.Ο.

εν.αλλαγή φωτός-δάσος σε χωριό που φλέγεται


2 σχόλια: