Πέμπτη

Το κορίτσι που φόραγε μαύρα


[…] Κάποιοι άνθρωποι καταφέρνουν να νικήσουν τη μίζερη Μοναξιά. Κάποιους άλλους όμως τους νικάει αυτή. Τους τρώει, τους ποδοπατάει, τους μοιράζει σαν φτηνές φυλλάδες στα καφενεία και τέλος, σβήνει τα βρώμικα τσιγάρα της πάνω στα λιπαρά τους δέρματα.

Η Μοναξιά λοιπόν. Ένα κορίτσι που φοράει πάντα μαύρα –γιατί έχασε λένε τους δικούς της όταν ήταν πολύ μικρή.- Η Μοναξιά. Ένα αλητάκι που κουλουριάζεται κάτω από άδεια παγκάκια και νεκροταφεία με ακαταλαβίστικες  επιγραφές απέξω. Η Μοναξιά. Η ολοκληρωμένη άρνηση της αυταπάρνησης. Η Μοναξιά. Η ασυναρτησία σε όλο της το μεγαλείο. Η Μοναξιά.  Ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις και μένει για πάντα. Είναι κρυφό φασιστόμουτρο η Μοναξιά. Σε κάνει ό,τι θέλει, αυτή κινεί τα νήματα, εσύ απλά ακολουθείς, είσαι στρατιώτης, είσαι το πιόνι στο γαμημένο το σύστημα, είσαι το «ναι, θα κάνω ό,τι πεις» και το «τα λέμε αργότερα» και ποτέ δεν τα λες αργότερα. Είσαι η ασυναρτησία σε όλο της το μεγαλείο!

Έχεις συνάψει ειρήνη με την εξουσία, είσαι ο ίδιος μια μορφή εξουσίας. «Τι γίνεται; Εσύ ποτέ δεν ήσουν έτσι.» Ξυπνάς όμως ένα πρωί και αντιλαμβάνεσαι πως πλέον είσαι! Είσαι φίλος της Μοναξιάς. Είσαι μαριονέτα. Είσαι ό,τι σιχαινόσουν. Είσαι μια μηχανή που δε λέει ούτε καλημέρα, ένας μεσήλικας που δεν έζησε, ένα μωρό που δεν τρώει σοκολάτες, ένας έφηβος που ανησυχεί για τα σπυράκια του, ένας γέρος που δεν τραγουδάει, μια μάνα που ‘χει παραμελήσει τον εαυτό της, ένας στρατός που σκοτώνει, ένας μίζερος, ένας κακόμοιρος, ένα πιόνι, μια λέξη. ΚΑΜΙΑ ουσία.
Είσαι γαμώτο, η ασυναρτησία σε όλο της το μεγαλείο.  

Καλά να πάθεις όμως. Σαν μην λογάριαζες για φίλη σου τη Μοναξιά. Στο ‘πα εγώ «μην την ερωτευτείς, θα σε πληγώσει, είναι πουτάνα η Μοναξιά..» Εσύ δε μ’ άκουγες!
Κάτσε τώρα στο άδειο παγκάκι, με τη Μοναξιά κάτω απ’ τα πόδια σου, μέχρι να ‘ρθει η επόμενη Ανατολή και να ερωτευτείς ξανά τη Ζωή.

Καλά δεν τα λέω εαυτέ; Ε, καλά δεν τα λέω;


2 σχόλια: